SPLITTING, Gordon Matta-Clark, New Jersey – ΗΠΑ, 1974
O Gordon Matta–Clark γεννήθηκε, πλαισιωμένος από καλλιτέχνες, στο τέλος του πολέμου, με γονείς σουρεαλιστές και νονούς τους Duchamp. Μεγαλωμένος μεταξύ νότιας Ευρώπης και μεταπολεμικής Αμερικής, έφερε έναν άλλο αέρα στο σκηνικό της Νέας Υόρκης, τότε που πολλοί καλλιτέχνες άφηναν τις γκαλερί και χρησιμοποιούσαν σαν πρώτη ύλη τη φύση. Σπουδάζοντας αρχιτεκτονική στο Cornell, εργάστηκε στην έκθεση «earthart» το 1968, όπου γνώρισε το Robert Smithson, ό,τι πιο κοντινό απέκτησε ποτέ σε μέντορα. Ο Gordon διαφοροποιείται από τους land artists επιλέγοντας ως πεδίο δράσης την πόλη. Μετακομίζοντας στο ερημωμένο Soho, μαζί με πολλούς άλλους καλλιτέχνες, δημιουργεί έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής, βλέποντας με ρομαντισμό τα εγκαταλελειμμένα κτήρια, που διατηρούσαν την ταυτότητα της πόλης την ώρα που γειτονικές περιοχές γκρεμίζονταν.
Το 1972, ίδρυσε το «Food», που λειτούργησε ως στέκι τους. Στόχος του ήταν να καταλύσει τα όρια ανάμεσα στις σωματικές ανάγκες του ανθρώπου και την καλλιτεχνική παραγωγή ως οικονομική, κοινωνική και πολιτική κριτική. Μέσα από αυτό, εξελίχθηκε η ομάδα «anarchitecture», που χρησιμοποιούσε σαν πρώτη ύλη τα κενά που άφηνε πίσω του ο μοντερνισμός. Η κριτική της εναντιώθηκε στην άκαμπτη αντιστοιχία χώρου και λειτουργίας – το κτήριο σαν μηχανή, του Le Corbusier. Ο ίδιος ο Matta–Clark περιγράφει την κίνηση «anarchitecture» ως τη διαδικασία παραγωγής χώρου χωρίς αυτός να κτίζεται.
Εργαζόμενος σαν εργολάβος στα loft φίλων αρχίζει να παίζει με τους χώρους, κόβοντας κομμάτια τοίχου και πατώματος, αλλά και με τις λέξεις, ονομάζοντας έργα του «theshole» [λογοπαίγνιο, «αυτή η τρύπα» (this hole)] αντί για «threshold» (κατώφλι) ή «w-holehouse» [λογοπαίγνιο, «το σπίτι με τις τρύπες» (holehouse)], αντί του «wholehouse» (ολόκληρο σπίτι).
Σε μια συνέντευξή του αναφέρει: «Γιατί να κρεμάμε έργα στους τοίχους όταν ο ίδιος ο τοίχος είναι ως μέσον πολύ μεγαλύτερη πρόκληση; Η αίσθησή μου είναι ότι η περιορισμένη αυτή αντίληψη προσβάλλει και τα δυο επαγγέλματα» (του αρχιτέκτονα και του καλλιτέχνη).01
Τα αφαιρούμενα πλήρη, όσο και τα κενά που παράγονται, γίνονται αντικείμενο έκθεσης. Τα μεν πλήρη ως θραύσματα και μαρτυρίες εκτίθενται σε γκαλερί, τα δε κενά συνθέτουν μια χωρική και γλυπτική εμπειρία, που αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τα κτήρια.
Στο «pier in / pier out» βρίσκει τον εαυτό του ανοίγοντας το κέλυφος του κτηρίου και απελευθερώνοντας τους σκοτεινούς χώρους δημιουργεί νέες σχέσεις μεταξύ των περαστικών και των εμπλεκόμενων. Ο θεατής γίνεται το θέαμα.
Το 1974, ζητάει από την γκαλερίστα του να του βρει ένα σπίτι πάνω στο οποίο να μπορεί να επέμβει. Μετά από αρκετή έρευνα βρίσκεται ένα σπίτι, το οποίο προορίζεται για κατεδάφιση, σε ένα παροπλισμένο προάστιο του New Jersey, το Eggleton. Του παραχωρείται από τους ιδιοκτήτες για το διάστημα που απομένει.
Το έργο θα ονομαστεί Splitting (διχοτόμηση) και αφορά μια κατακόρυφη χειρουργική τομή στο μέσον του κτηρίου. Δυο παράλληλες γραμμές χαράσσονται και κόβονται με αλυσοπρίονο μέσα από όλα τα δομικά στοιχεία του κτηρίου. Μετά, αφαιρείται προσεκτικά το υλικό ανάμεσά τους. Αφού ολοκληρωθεί η κατακόρυφη τομή, αφαιρείται μέρος της βάσης του προκατασκευασμένου κτηρίου, έτσι ώστε το πίσω μέρος του να χαμηλώσει σταδιακά με τη χρήση γρύλλων και η σχισμή, που έχει ήδη γίνει, να ανοίξει προς τον ουρανό σχηματίζοντας μιαν ελάχιστη γωνία.
Η διχοτόμηση ενός σπιτιού, ενός θεσμού, που αποτελεί ταμπού, βρίσκει πολλούς πολέμιους. Αυτοί αναφέρονται σε αυτή την πράξη ως βίαιη, ενώ ο ίδιος ο Gordon Matta–Clark έχει τελείως αντίθετα κίνητρα. Θεωρεί τη στατικότητα των δεδομένων χώρων εγκλωβιστική, ενώ την πράξη της τομής απελευθερωτική. Ενισχύει την επαφή του εσωτερικού του σπιτιού με το έξω, δημιουργεί απίθανα παιχνίδια με το φως, που εισχωρεί βαθιά σε κάθε γωνία του χώρου και μετράει το πέρασμα του χρόνου σαν ανεστραμμένο ηλιακό ρολόι. Πιστεύει ότι οι χώροι που προκύπτουν από τις παρεμβάσεις / μεταμορφώσεις του, οι οποίες έχουν γλυπτική και ποιητική διάθεση, τους εμπλουτίζουν, αλλά και τους καθιστούν απολύτως βιώσιμους. Κατά τον Gordon Matta–Clark, η ύπαρξη του κτηρίου ως αντικειμένου και ως χώρου δεν περιορίζεται, ούτε και εξαντλείται, στη χρηστικότητά του. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι εντοπίζει τη διαφορά ανάμεσα στη γλυπτική και την αρχιτεκτονική στην ύπαρξη ή μη υδραυλικών εγκαταστάσεων. Περιγράφει τη χειρουργική του επέμβαση πάνω στο σπίτι σαν μια «ανασυγκρότηση του συντακτικού του χώρου». Τα σχέδια και οι εικόνες που παράγει αποτυπώνουν την εμπειρία του έργου. Η αρχιτεκτονική σύμβαση της τομής γίνεται πραγματικότητα.02
Η τομή καθιερώνεται σαν το βασικό του εργαλείο και η αφαίρεση η βασική του διαδικασία. Την αφαίρεση δεν την αντιλαμβάνεται ως παραγωγή κενού, αλλά ως μέσο αποκάλυψης της υλικότητας και της συνθετότητας του πλήρους. Οι τομές εισχωρούν στις επιφάνειες και αφαιρούν τμήματα για να αποκαλύψουν τη δομή τους. Δεν αφορούν μόνο το κέλυφος του κτηρίου. Διεισδύουν βαθιά μέσα σε ολόκληρο το εσωτερικό, κόβοντας χωρίσματα, δάπεδα, οροφές, στέγες και σκάλες. Οι δομικές ενότητες, που εκτίθενται, διατηρούν και αποκαλύπτουν την υλικότητα του κτηρίου και δημιουργούν σχέσεις με τα νέα τους περιβάλλοντα.
Η περιγραφή του Matta–Clark, για τα έργα του, είναι ότι μετατρέπει το κτήριο σε «state of mind». Απελευθερώνει τη δομή από τον καταναγκασμό του δημιουργού της. Ανακυκλώνει τα κτήρια ώστε να αφυπνίσει συνειδήσεις. Δημιουργεί γλυπτά από τα υπολείμματα της γης και των ανθρώπων. Ανοίγει το διάλογο προσκαλώντας το φως ως νέο ένοικο και καλωσορίζοντας και πάλι τους ανθρώπους.
Οι τομές του λειτουργούν πέρα από το κτήριο, διαπερνώντας το για να διαβάσουν, μέσα από αυτό, την πόλη. Είναι εύκολο να χαρακτηρίσει κανείς τις τομές του βίαιες. Πρέπει όμως, ως μεθοδολογία, να τις συγκρίνει με την μπάλα του κατεδαφιστή. Τότε θα φανεί η χειρουργική ευαισθησία που τις χαρακτηρίζει. Ο Gordon Matta–Clark σχοινοβατεί επινοώντας μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στο εξωτερικό και το εσωτερικό, το αστικό και το προαστιακό, το δημόσιο και το ιδιωτικό, το βίαιο και την ευαισθησία.
Οι μαρτυρίες των ελάχιστων τυχερών που βίωσαν τα έργα του μιλάνε για συγκλονιστικές εμπειρίες. Μπορεί να φανταστεί κανείς τη δύναμή τους μελετώντας τις ταινίες του, που αποτελούν το βασικό μέσο καταγραφής των έργων.
Στις περισσότερες παρεμβάσεις του, οι τομές του δεν αφορούν αποκλειστικά το κτήριο. Πάνω από όλα αφορούν την πόλη. Η επιλογή της θέσης τους και στο χώρο, αλλά και στα πολεοδομικά δρώμενα της εποχής, είναι ιδιαίτερα σημαντική. Πάντοτε προτείνει τομές που ξεκινούν και τελειώνουν στο κέλυφος. Έτσι το κτήριο ανοίγεται προς την πόλη και γίνεται ένα όργανο παρατήρησής της, ενώ, ταυτόχρονα, η πόλη βλέπει μέσα στο κτήριο, ακόμη και μέσα από το κτήριο.
Οι πρακτικές του Gordon Matta–Clark, μέσα στο σύντομο χρονικό διάστημα που μπόρεσε να δουλέψει, έχουν συμβάλει ουσιαστικά στον τρόπο που βλέπουμε την πόλη και το ρόλο του αρχιτέκτονα στο αστικό πεδίο. Έχουν αλλάξει την αντίληψη της αστικής οικονομίας και ιστορικής συνέχειας του αστικού τοπίου. Η σημαντικότερη συνεισφορά του στην Αρχιτεκτονική ήταν ότι απελευθέρωσε το κτήριο από τη στιγμή της δημιουργίας του. Ξαναέγραψε τους κανόνες προτείνοντας μιαν αρχιτεκτονική που δεν τελειώνει όταν πραγματοποιηθούν τα σχέδια του αρχιτέκτονα, αλλά εξελίσσεται συνεχώς μέσα από την κατοίκησή της.