THE ARCHITECT DIMITRIS PIKIONIS AS A CRITIC
«Ζητήματα δημόσιας καλαισθησίας» Σχολιασμός ἑνός πρώιμου (1928) ἐριστικού του λόγου
Τὸ ἔτος 1954 ὁ ἀρχιτέκτων Δημήτρης Πικιώνης -σὲ ἡλικία ἑξήντα ἑπτὰ ἐτῶν, στὰ ὥριμά του χρόνια- ἐπωμίζεται τὸ μεγάλο του ἔργο καὶ ἀναλαμβάνει τὸν πνευματικὸ ἄθλο, τὴν διαμόρφωση τῶν προσβάσεων πρὸς τὴν Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν καὶ τὸν λόφο τοῦ Μουσαίου.
Συγχρόνως γράφει καὶ τὸ σπερματικό του κείμενο «Γαίας ἀτίμωσις», τὸν ὕμνο του πρὸς τὴν Ἀττικὴ γῆ ποὺ καταλήγει σὲ μιὰ θρηνολογία γιὰ τὴν παραμόρφωσή της στὰ νεότερα χρόνια.
Μὲ ἱερὸ μένος δηλώνει:
Ἡ γῆ τούτη κείτεται τώρα ὡς τὸ πρὶν ὄμορφο σῶμα ἑνὸς θεϊκοῦ πλάσματος ὅπου κατατρώγει τὶς σάρκες του ἡ ἀρρώστια. Κι ἂν εἶχε μιλιά –κι ἔχει ἀλλὰ δὲν τὴν ἀκοῦμε– θά 'λεγε: Δείλαιοι καὶ ἀμαθεῖς καὶ βάρβαροι, τί κάνετε; τί ἀφανίζετε; Δὲν ξέρετε ὅτι εἶμαι ἡ μητέρα καὶ ἡ τροφός, τὸ λίκνο, ἡ κοιτίδα, ἡ μήτρα τῆς περασμένης δόξας καὶ τῆς μελλούμενης; Μάταια θαυμάζετε τὰ μνημεῖα ποὺ ἔστησαν κάποτε τὰ παιδιά μου. Δὲν ξέρετε πὼς εἶναι σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου, καὶ πὼς ὅταν ἡ μορφή μου ἀφανισθεῖ, ἡ δικιά τους θὰ χάσει τὸ νόημά της; [...] Μὰ τί τὸ ὄφελος, ἡ ὕβρις μένει. Τίποτε πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἐξαλείψει, θὰ μείνει εἰς τὸν αἰώνα. Τρισμέγιστη εἶναι ἡ ἐνοχή μας.
Εἰς πεῖσμα τῆς ὕβρεως ὁ ἀρχιτέκτων-στοχαστὴς θὰ καταθέσει τὸ ἔργο του στὶς προσβάσεις τῆς ἀκροπόλεως ὡς ἐθνικὸ καταπίστευμα καὶ ὡς ἠθικὸ καὶ αἰσθητικὸ σάλπισμα γιὰ μιὰ ἐγρήγορση τῶν συνειδήσεων.
Εἴκοσι ἕξι χρόνια νωρίτερα, ὡστόσο, τὴν 20ὴ Μαρτίου 1928, σὲ ὁμιλία του στὸ Τεχνικὸ Ἐπιμελητήριο τῆς Ἑλλάδος (ποὺ δημοσιεύθηκε σὲ δεκασέλιδο ἄρθρο στὴν περιοδικὴ ἔκδοση Ἡ Διάλεξις) μὲ τίτλο «Ζητήματα δημόσιας καλαισθησίας», ὁ Δημήτρης Πικιώνης ἐπισημαίνει καὶ συνοψίζει ὡς αἰσθητὴς, ἀλλὰ καὶ ἀδέκαστος τιμητής, τὶς κακοδαιμονίες ποὺ τραυματίζουν τὸν ἱστορικὸ χῶρο τῆς Ἀθήνας.
Τὸ προδρομικὸ αὐτὸ κείμενο δὲν ἔχει περιληφθεῖ στὰ δημοσιευμένα γραπτά του01. Ἡ ἐπαναδημοσίευσή του σήμερα, σχεδὸν ἕναν αἰώνα μετὰ τὴν σύνταξή του, κρίνεται ἰδιαίτερα σκόπιμη, γιατὶ μέσα ἀπὸ τὸ «κατηγορῶ» τοῦ Πικιώνη καὶ τὴν στηλίτευση τῆς νεοελληνικῆς κοινωνίας, διαγράφεται ἐναργέστατα τὸ καλλιτεχνικό του «πιστεύω» καὶ ἡ λατρευτικὴ προσήλωσή του στὴν Ἀττικὴ γῆ.
Στὸ «μεσοστράτι τῆς ζωῆς του» (στὰ 41 του χρόνια) ὁ Πικιώνης ἀναπτύσσει προγραμματικὰ στὸ πρώιμο αὐτὸ κείμενο ὅλες τὶς μύχιές του αἰσθητικὲς καὶ ὑπαρξιακὲς πεποιθήσεις ποὺ κατηύθυναν στὴν συνέχεια τὴν πορεία τοῦ βίου καὶ τῆς δημιουργίας του.
Ἔχομε ἐδῶ μίαν ἐκ τῶν ὑστέρων καταγραφὴ ἑνὸς προφορικοῦ λόγου ὁ ὁποῖος –κατὰ τὴν ρητὴ ὁμολογία τοῦ συντάκτου του– ἐπαναλαμβάνει σκέψεις καὶ κρίσεις του ποὺ εἶχε ἤδη διατυπώσει σὲ μελέτη του02 «ἐπὶ τοῦ ζητήματος τοῦ ἐξωραϊσμοῦ τοῦ Λυκαβηττοῦ». Στὸ δημοσιευμένο κείμενο γίνεται ἄμεση ἀναφορὰ στὴν λανθάνουσα σήμερα αὐτὴν μελέτην του. Εἰσαγωγικὰ ὁ Πικιώνης σημειώνει: Ἔγραφα λοιπὸν τότε..., δηλώνοντας ἀμέσως ὅτι μεταφέρει στὸν λόγο καὶ τὸ κείμενό του τὸ περιεχόμενον (μερικῶς ἢ κατὰ λέξιν;) τμήματος τῆς μελέτης του.
Ἡ ἐκφορὰ τοῦ λόγου ὡστόσο δὲν ἔχει τὸν χαρακτῆρα γραπτῆς πραγματείας, ἀλλὰ αὐθόρμητης προφορικῆς ἐξωτερίκευσης. Τὸ πιθανότερο εἶναι, λοιπόν, τὸ περιεχόμενο νὰ ἔχει ἀναδιαρθρωθεῖ ἀπὸ τὸν συντάκτη του, μὲ σκοπὸ τὴν ἄμεση, ζωντανὴ μετάδοσή του σὲ μιὰ ὁμήγυρη συναδέλφων του.
Ἡ ὁμιλία τοῦ Πικιώνη εἶναι ὁρμητική, καταρρακτώδης, ἄθροισμα προσωπικῶν κρίσεων, μὲ χαρακτήρα ἀχαλίνωτο καὶ φραστικὴ ἔνταση ἱερεμιάδος! Ἕνα ἀγανακτισμένο ξέσπασμα μὲ «ἀποστολικὴ» διάθεση συνετίσεως τῶν Νεοελλήνων.
Ἡ διατύπωση τοῦ κειμένου ἔχει τὸ ὕφος οἱονεὶ ὑπηρεσιακῆς ἀναφορᾶς πρὸς τοὺς ταγοὺς τοῦ ἔθνους. Ἡ γλώσσα του, ἤπια καθαρεύουσα. Τὰ μηνύματα ἐκφέρονται μὲ ἀμεσότητα καὶ ἁπλότητα, χωρὶς τὶς συνήθεις στὸν Πικιώνη ποιητικὲς ἐξάρσεις καὶ διανθίσεις τοῦ κειμένου. Λείπουν ἐδῶ ἡ ἀνάλυσις αἰσθητικῶν θεμάτων ἢ ἡ τόσο ἀγαπητὴ στὸν ἀρχιτέκτονα ἀναφορὰ σὲ χωρία τῆς Γραμματείας03, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀντλεῖ συνήθως ἐπιχειρήματα καὶ μὲ τὰ ὁποῖα ὑποστηρίζει τὶς ἀπόψεις του.
Ἡ διάρθρωσις τοῦ κειμένου εἶναι σχετικὰ ἀδόμητη: Μία πηγαία παράθεση ποικίλων σκέψεων ποὺ τὸν πονοῦν. Δὲν ἀναγνωρίζουμε μίαν ἀλληλουχίαν ἐπιχειρημάτων ποὺ ἀποβλέπουν σὲ μιὰ διατύπωση προτάσεων, πράγμα ποὺ ἐξάλλου ὁμολογεῖ συμπερασματικὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ὁμιλητής: Ζωγραφίζει καὶ ἀνακεφαλαιώνει μόνον μίαν κατάστασιν, κρούει τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου, προσκαλεῖ σὲ μίαν αὐτεπίγνωση, ἐπικαλεῖται τὸ «γνῶθι σαυτόν».
Στὸ κείμενο παρεισφρέουν, στὴν ρύμη τοῦ λόγου, καὶ ὁρισμένες γενικόλογες ἢ ἀκαθόριστες διατυπώσεις, ὅπως: Ἡ ἀπόλυτος ἀλήθεια, τὸ γεμάτο κίνησιν ἔδαφος, ἕνα μνημεῖο τέχνης ποὺ γίνεται μέρος τῆς ἀρχιτεκτονικῆς τοῦ σύμπαντος, οἱ πλαστικοὶ νόμοι τῶν σχημάτων καὶ τοῦ φωτός, τὸ πλαστικὸν αἴσθημα κ.ἄ. Ἔχομε ἐδῶ προσωπικὲς ἐκφάνσεις τῆς σκέψης τοῦ Πικιώνη ποὺ ἀποδίδονται μὲ τρόπο ὑποκειμενικὸ ποὺ δὲν εἶναι εὔκολα προσβάσιμος στὸν ἀκροατὴ-ἀποδέκτη τοῦ λόγου.
Παρεμβάλλονται ἐπίσης καὶ δύο συγκριτικὲς παρεκβάσεις: ἡ πρώτη, ἀναφορὰ στὸν ἔλεγχο τοῦ ἱερατείου τῆς ἀρχαίας Αἰγύπτου ἐπὶ τῶν καλλιτεχνικῶν ἐπιτευγμάτων, καὶ ἡ δεύτερη, μία θαυμαστικὴ μνεία τοῦ ρόλου τῶν «συλλόγων φίλων τοῦ πατρίου ἐδάφους» στὴν Γερμανία, οἱ ὁποῖες πολὺ ὀλίγα προσφέρουν εἰς τὴν ἀνάπτυξη τοῦ ὑπὸ διαπραγμάτευσιν θέματος.
Παρὰ τὶς ἐπὶ μέρους αὐτὲς ἀδυναμίες, ἡ ἐριστικὴ παρέμβαση τοῦ Πικιώνη διατηρεῖ μίαν ἀκατανίκητη φορὰ καὶ μιὰ συντριπτικὴ πειστικότητα.
Τὸ ἔτος (1928) κατὰ τὸ ὁποῖον ἐκφέρεται ἡ ὁμιλία οἱ καιροὶ εἶναι δεινοὶ καὶ ἡ Ἑλλάδα βεβαρημένη μὲ ποικίλες δοκιμασίες: στρατιωτικὰ πραξικοπήματα, ἀποκατάσταση προσφύγων, παγκόσμια οἰκονομικὴ κρίση. Ἡ ἀστικοποίηση ραγδαία, κυρίως στὴν Ἀττική. Ὁ ἀόρατος Θεὸς τοῦ λαϊκοῦ αἰσθήματος, προστάτης τοῦ ἐθνικοῦ ρυθμοῦ, ὅπως τὸν ὀνομάζει ὁ Πικιώνης, φαίνεται ἐκτεθειμένος σὲ πολλοὺς κινδύνους. Οἱ παρεμβάσεις καὶ ἀλλοιώσεις τοῦ χώρου ζωῆς ἀπειλητικές.
Θεμελιώδης πεποίθησις τοῦ Πικιώνη εἶναι ὅτι «παραμορφώνοντας τὸ πρόσωπο τῆς γῆς ὁ ἄνθρωπος παραμορφώνει τὸ πρόσωπό του»04.
Ἡ σκέψη του ὀρθώνεται ἐναντίον τοῦ ρεύματος, τοῦ συρμοῦ τῆς ἐποχῆς. Καταγγέλλει τὸ ψεῦδος τῆς ἀρχιτεκτονικῆς τοῦ παρόντος, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπεριόριστον ἐλευθερίαν τῆς τρέχουσας αἰσθητικῆς τῶν ἀρχιτεκτονημάτων.
Στὸν λόγο του διαπλέκονται καὶ ἀναπτύσσονται –μὲ συχνὲς ἐπαναφορές– ποικίλα σημαντικὰ θέματα, ὅπως:
—Ἡ κοινωνικὴ συνείδησις ἐπὶ θεμάτων σχεδιασμοῦ τοῦ περιβάλλοντος.
— Ἡ αἰσθητικὴ παιδεία τῶν πολιτῶν.
— Οἱ βανδαλισμοί: ἡ λατόμευση, τὰ κτίσματα ἐπὶ τῶν ἱστορικῶν λόφων.
— Ἡ κριτικὴ τῆς συγχρόνου ἀρχιτεκτονικῆς.
— Οἱ φυτεύσεις εἰς τὸ ἱστορικὸν τοπίον.
— Ἡ ἀξία τῆς λαϊκῆς ἀρχιτεκτονικῆς.
— Οἱ ἀνασκαφές. Κριτικὴ τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ὑπηρεσίας.
— Ἐπισκόπησις τῆς ἱστορικῆς ἐξελίξεως τῆς Νεοελληνικῆς Ἀρχιτεκτονικῆς.
— Ὁ σεβασμὸς τοῦ ἱστορικοῦ τοπίου τῆς Ἀθήνας.
— Ἡ σημασία τῶν ρυμοτομικῶν σχεδίων στὴν πολεοδομικὴ πρακτική.
Ἡ ἑρμηνευτικὴ ἀνάγνωση καὶ ὁ ἐπιλεκτικὸς σχολιασμὸς τοῦ κειμένου ἀποβλέπει, στὴν συνέχεια, στὴν πληρέστερη κατανόησή του ἀπὸ τὸν σημερινὸ ἀποδέκτη. Ἀνασυντάσσοντας τὶς καίριες ἀπόψεις τοῦ ὁμιλητοῦ ἐπὶ τῶν θεμάτων ποὺ ἐπιγραμματικὰ ἀναφέρθηκαν ἤδη, ἐπιχειρεῖται ἡ κριτικὴ ἀνάπτυξη τοῦ περιεχομένου τους.
Ὁ Πικιώνης ἀρχίζει τὸν λόγο του μὲ μία γενικὴ ἐκτίμηση ὅτι ἁρμόδιοι καὶ ἀναρμόδιοι παράγοντες τῆς κοινωνίας ἐκφέρουν ἄποψη ἐπὶ αἰσθητικῶν ζητημάτων, πράγμα κατὰ τὴν γνώμη του ἀπαράδεκτον. Θέτει στὴν συνέχεια καὶ τὸ ρητορικὸ ἐρώτημα: Ἔχομεν πλαστικὸν αἴσθημα, ἀνέτειλε μέσα μας ἡ συνείδησις τῆς μορφῆς διὰ τὸν πολιτισμόν μας; καὶ σπεύδει νὰ τονίσει ὅτι οἱ ἀρετὲς αὐτὲς λείπουν γενικῶς στὸ σύγχρονο ἑλληνικὸ κοινωνικὸ σύνολο. Ἀλλέως θὰ ὑπῆρχε περισσότερος σεβασμός, παρατηρεῖ.
Μὲ τὶς ἐκφράσεις πλαστικὸν αἴσθημα καὶ σημασία τῆς μορφῆς ἀναφέρεται ἐδῶ, μὲ περίτεχνο τρόπο, στὴν καλλιτεχνικὴ παιδεία καὶ τὴν εὐαισθησία τοῦ κοινοῦ. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι παραδέχεται τὴν ὕπαρξη μιᾶς μειονότητος ἀνθρώπων μὲ εὐαισθησίαν πρὸς τὴν καλλιτεχνίαν τῆς μορφῆς τῆς φύσεως καὶ τῆς τέχνης, ἐκπλήσσεται ὅμως ἀπὸ τὴν ἀπουσία τῶν ἀρχιτεκτόνων ἀπὸ τὶς σχετικὲς συζητήσεις ἐπὶ θεμάτων δημοσίας καλαισθησίας, τὴν ὁποία ἀποδίδει στὸν περιορισμὸ τοῦ ἐνδιαφέροντός τους ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν τεχνικὴν τῆς τέχνης των.
Ἐπωνύμως τιμᾶ τὸν Α. Ὀρλάνδον, τοῦ ὁποίου ἦταν ἐπιμελητής και ὁ ὁποῖος ὑπεραμύνεται τοῦ κτηρίου τῶν παλαιῶν ἀνακτόρων, καθὼς καὶ τὸν λογοτέχνη καὶ κριτικὸ Ζαχαρία Παπαντωνίου, ὁ ὁποῖος προτείνει τὴν ἐγκαθίδρυσιν θεσμοθετημένης «Ἐξουσίας Δημοσίας Καλαισθησίας».05
Ἐπισημαίνει ὅτι τὸ πνεῦμα τῆς κερδοσκοπίας ἀποδίδει σὲ κάθε εὐαισθησία πλαστικὴν τὸν χαρακτήρα ἀσχολίας ρωμαντικῶν ἰδεολόγων ποὺ γίνεται [δῆθεν] πρόσκομμα εἰς τὸ πραγματικὸν πνεῦμα τῆς προόδου. Τὸ βέβηλο αὐτὸ πνεῦμα θεωρεῖ τὴν ὑποταγὴν εἰς τὰ συμπεράσματα μιᾶς λεπτοτέρας αἰσθήσεως δουλικότητα [...], ὡς δύναμις ἐκτιμᾶται ἡ ἐπίδειξις ἀμαθείας».
Ἡ ἀμάθεια αὐτή, ἡ ἀναισθησία πρὸς τὴν καλλιτεχνικὴν καὶ ἱστορικὴν σημασίαν τόσο τοῦ Ἀττικοῦ τοπίου, ὅσον καὶ τῶν Μνημείων, ὁδηγεῖ σὲ μείωση καὶ συχνὰ ἀπώλεια τῆς παρούσης εὐζωίας!!06 τῶν κατοίκων.
Ἡ ἀπώλεια αὐτὴ, ὡστόσο, δὲν προκαλεῖται ἀναντιρρήτως ἀπὸ μίαν ἀναπότρεπτον ἀνάγκην τοῦ παρόντος! Δὲν εἶναι οἱ νόμιμες χρεῖες (δηλαδὴ ἀνάγκες) τῆς κοινωνίας ποὺ ἔχουν ὡς συνέπεια τὴν προσβολὴ τοῦ φυσικοῦ καὶ ἀνθρωπογενοῦς περιβάλλοντος, ἀλλὰ οἱ ἀστόχαστες ὑποκειμενικὲς ἐπιθυμίες καὶ προτιμήσεις ἑνὸς ἀπαίδευτου κοινοῦ.
Ἀρνητικὰ νομοθετικὰ μέτρα προστασίας εἶναι μέτρα ἄμεσης βοηθείας, μέτρα ἀναγκαῖα, μεγάλα καὶ ἀρκετὰ ποὺ μποροῦν μόνο νὰ περιορίσουν τὴν ἀρρυθμίαν τῶν ἀμαθῶν, ἐνῶ μόνον ἡ αἰσθητικὴ ἀγωγὴ τῶν πολιτῶν ὑπόσχεται οὐσιαστικὸν ἀποτέλεσμα.
Ἡ πραγμάτευση τοῦ καιρίου αὐτοῦ αἰτουμένου, δηλαδὴ τῆς αἰσθητικῆς παιδείας, δὲν θίγεται ὡστόσο –δυστυχῶς– ἀπὸ τὸν ὁμιλητή. Μὲ μία ὑπεκφυγὴ ἀναβάλλει τὴν ἀντιμετώπισή του: Τὸ ἐπίλοιπον, ἡ ἀνάπτυξις δηλαδὴ τοῦ πραγματικοῦ αἰσθήματος τοῦ ρυθμοῦ μέσα μας, εἶναι ἔργον διαφεῦγον τὰ ὅρια τῶν [ἀρνητικῶν] μέτρων τούτων καὶ στηριζόμενον εἰς προϋποθέσεις ἄλλας... Βαθιὰ νερὰ ἐδῶ! Ὁ ὁμιλητὴς ἀποφεύγει τὶς διευκρινίσεις.
Ἡ μητέρα γῆ, ἡ ἀττικὴ γῆ ἀπειλεῖται ἀπὸ καταστροφή, βάνδαλη καὶ ἀνεπανόρθωτη. Ἡ λατόμευση τῶν λόφων τοῦ λεκανοπεδίου παραμορφώνει ἕναν χῶρο ποὺ εἶναι τὸ λίκνον τοῦ ρυθμοῦ, ἕναν χῶρο τοῦ ὁποίου ἡ παραμικροτέρα λεπτομέρεια ἔχει πλαστικὴν σημασίαν.
Τὴν εἰκαστικὴ ἑνότητα τῶν περιγραμμάτων τῶν ἀττικῶν λόφων περιγράφει ὁ Πικιώνης μὲ ποιητικὴ εὐστοχία παρουσιάζοντας τὸ σῶμα τοῦ Λυκαβηττοῦ μὲ τὴν παρουσία ἑνὸς φοβεροῦ δράκοντος βαδίζοντος κατὰ τῆς Ἀκροπόλεως.07
Ἀπαριθμεῖ μὲ ἐπιμέλεια ὅλα τὰ σημεῖα τῶν ἀθηναϊκῶν λόφων ποὺ ἔχουν κατακρεουργηθεῖ σὲ διάστημα ἑνὸς αἰῶνος, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὄθωνος καὶ τὴν ἐγκαθίδρυσιν τῆς πρωτευούσης στὴν ἱστορικὴ αὐτὴ πόλη.
Δὲν εἶναι ὅμως μόνον οἱ λατομεύσεις ὀδυνηρές, ἀλλὰ καὶ οἱ ὑβριστικὲς ἀσχημίες πάνω στὰ μυτερὰ καὶ κουτσουρεμένα σχήματα τῶν πληγωμένων λόφων. Μὲ πικρὴ εἰρωνεία ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ τόπος ἔχει ποικίλους πολιτικοὺς καὶ πολιτιστικοὺς θεσμούς (τμῆμα Γραμμάτων καὶ Τεχνῶν καὶ Ἀκαδημίαν...) ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἐμποδίζει νὰ προβάλλεται ὁ Παρθενὼν πίσω ἀπὸ βέβηλες ἐπιγραφές (Καπέλα Ἀριανούτσου καὶ Ραπτομηχαναὶ Σίγγερ), ποὺ μολύνουν τὸν γραφικότατο γκρεμὸν τῆς νοτίου πλευρᾶς [κλιτύος].
Ὁ ἀρχιτέκτων μνημονεύει στὴν συνέχεια καὶ τὴν ὡραία παρατήρηση τοῦ Le Corbusier, ὅτι «ὁ Ἄξων τῆς Ἀκροπόλεως εἶναι ὁ ἄξων τοῦ τοπίου ἀπὸ τὴν Πεντέλην ἕως τὴν θάλασσαν». Ὁ Λυκαβηττὸς ὁρίζει ἀπὸ κοινοῦ μὲ τοὺς ἄλλους διάσπαρτους λόφους τὸν νοητὸ ἄξονα τῶν ὑψωμάτων ποὺ διαρθρώνουν τὸ λεκανοπέδιον τῶν Ἀθηνῶν.
Ἕνα μνημεῖον στημένο ἐπάνω στὸν Λυκαβηττὸ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὄχι μόνον ὑψηλὴ τέχνη ἀλλὰ καὶ σύμβολον ἑνὸς ὑψηλοῦ ἰδεώδους. Ψευδὴς τέχνη καὶ ντάνσιγκ [sic], μᾶς λέει, τὸν ἀπειλοῦν.08
Ἡ ἁλυσίδα τῶν λόφων τοῦ Βριλησσοῦ (Τουρκοβούνια), Λυκαβηττοῦ, Ἀρδηττοῦ, Μουσαίου, Πνύκας, Νυμφῶν, Ἀρείου Πάγου, Ἀκροπόλεως, Σικελίας καὶ μέχρι τὰ ὑψώματα τῆς Μουνυχίας στὸν Πειραιὰ διατάσσει ὁλόκληρον τὸ Ἀττικὸν τοπίον. Τὸ περίγραμμά τους πρέπει νὰ διασωθεῖ, ἀλώβητο, μᾶς λέει ὁ Πικιώνης.
Ἰδιόμορφη καὶ κάπως δυσνόητη εἶναι, ὡστόσο, ἡ πρότασις ποὺ ἀκολουθεῖ: Ἀσφαλῶς ἡ φύσις ἀκούει ἕως τὰ πέρατα τῆς Ἀττικῆς πεδιάδος τὰς ἐπιταγὰς τῆς τέχνης, καὶ ὑπακούει. Ἡ ἀπορία μας: Φθάνει ἐδῶ ὁ Πικιώνης, θαυμάζοντας τὴν Ἀκρόπολη, νὰ πιστεύει ὅτι ἡ μεγάλη τέχνη ὑποτάσσει καὶ αὐτὴν ἀκόμα τὴν Φύση; Μιὰ τέτοια ἄποψη μοιάζει ἀσυμβίβαστη μὲ τὴν προτεραιότητα ποὺ ἀποδίδει πάντοτε στὸν καθοριστικὸ ρόλο τῆς φύσης πάνω σὲ κάθε ἀνθρώπινο ἔργο. Δημιουργοῦνται ἐδῶ ἀναπάντητα ἐρωτήματα.
Στὴν ὁμιλία δὲν ἔχομε κριτικὴ ἀναφορὰ σὲ συγκεκριμένα νεότερα κτίσματα τῆς Ἀθήνας τοῦ μεσοπολέμου. Γενικὲς ἀποστροφὲς τοῦ λόγου περιγράφουν ὅμως μὲ βδελυγμίαν τὴν γενικότερη εἰκόνα τῶν νέων συνοικιῶν ποὺ ἀναπτύσσονται σὲ ἄμεση ὀπτικὴ ἐπαφὴ μὲ τὴν Ἀκρόπολη:
Πήγαινε ἕναν περίπατο γύρω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη. Ὅταν ἰδεῖς τί εἴδους οἰκοδομὲς μολύνουν τὸ μέρος ὅλο γύρω της, θὰ αἰσθανθεῖς ἕως ποῦ φθάνει τὸ πλαστικὸν αἴσθημα τοῦ λαοῦ μας!
Ἐπισημαίνεται ὅτι οἱ πλαγιὲς τῆς Πνύκας καὶ τοῦ Λόφου τῶν Νυμφῶν, ποὺ εἶχαν μείνει ἀδόμητες μέχρι τὸ 1900, δὲν ἀπαλλοτριώθηκαν ἀλλὰ ὅτι ἀντιθέτως ἐποικίσθησαν οἰκτρά. Στὰ μνημεῖα καὶ τὸ ἱστορικὸ τοπίο ἀντιπαρατίθενται ἡ αἰσθητικὴ τῶν ἐργολάβων [...], σπίτια «ρενεσάνς» [sic] καὶ μιὰ ὀγκώδης ἐκκλησία [ἡ Ἀγία Μαρίνα] εἰς τὸν ἐλαφρότατον λόφον τῶν Νυμφῶν...
Ἡ φραστικὴ μαχητικότης τοῦ λόγου τοῦ Πικιώνη τὸν παρασύρει ἐδῶ σὲ διατυπώσεις ποὺ ξενίζουν, τουλάχιστον: Ποιά σπίτια «ρενεσάνς» (δηλαδὴ «ἀναγεννησιακά») ἔχομε στὴν Ἀθήνα; Καὶ μπορεῖ ὁ Λόφος τῶν Νυμφῶν (ὅπως ἐξάλλου καὶ κάθε ἄλλος λόφος) νὰ χαρακτηρισθεῖ «ἐλαφρότατος»; Πλησιάζομε ἐδῶ τὴν ἀμετροέπεια.
Ἕπεται ἡ πραγμάτευση τοῦ σημαντικοῦ θέματος τῶν φυτεύσεων στοὺς ἱστορικοὺς ἀθηναϊκοὺς λόφους. Ὁ Πικιώνης ὑποστηρίζει ἐδῶ μὲ ἀπολυτότητα μιὰ ἀκραία ἄποψη, ποὺ διατηρεῖ ἐξάλλου καὶ ἀργότερα, πάντα ἀσυμβίβαστος. Κλειδὶ γιὰ τὴν κατανόηση τῆς στάσης του εἶναι τὸ ρητορικὸ ἐρώτημα, τὸ ὁποῖον θέτει: Εἶναι ἡ δενδροφύτευση τῶν μερῶν αὐτῶν, ὁ καλλωπισμός των; Ἡ ἀπάντησή του εἶναι κατηγορηματική: Ἡ πλέον ἁρμόζουσα στολὴ εἰς τὸ τοπίον αὐτὸ εἶναι ἡ αὐστηρὰ γύμνια του.
Γιὰ τὸν ὁμιλητὴ ἡ καλὴ πρόθεσις (τῆς ἀναδασώσεως τῶν λόφων) ὁδήγησε στὴν ἀνεπίτρεπτη ἀλλοίωση τοῦ Ἀττικοῦ τοπίου. Ρϊζα τῆς καταστροφῆς εἶναι μία: ἡ ἄγνοια! Ἡθέλησαν τὸ τοπίον οἱ καλοπροαίρετοι καλλωπισταὶ πλουσιώτερον [...] Δάσος ἀπὸ πεῦκα γύρω εἰς τὴν Ἀκρόπολιν καὶ εἰς τὴν Πνύκα, κυπαρίσσια κάτω ἀπὸ τὸν Φιλόπαππο. Τὸ τοπίον ἔχασε τὸν αὐστηρὸ χαρακτήρα του».09
Ἂς σημειωθεῖ ἐδῶ ὅτι τὸ καίριο αὐτὸ θέμα τῆς κηποτεχνικῆς πρακτικῆς παραμένει μέχρι σήμερα ἔντονα ἀμφιλεγόμενο. Πρέπει οἱ ἀρχαιολογικοὶ χῶροι, οἱ ἱστορικὲς τοποθεσίες καὶ εἰδικότερα οἱ σχηματισμοὶ τῶν βράχων στοὺς ἱστορικοὺς ἀθηναϊκοὺς λόφους νὰ περιβάλλονται ἀπὸ φυτεύσεις (καὶ ποῖες) ἢ, ἀντίθετα, ἡ διατήρησις τῆς γυμνότητος τοῦ τοπίου προβάλλει τὴν πλαστικὴ ὀντότητά τους καὶ ὑποβοηθᾶ στὴν ἀνάγνωση τῶν ἐρειπίων; Οἱ διαμορφώσεις κατὰ τὰ τελευταῖα 100 ἔτη τῶν χώρων τῆς Ἀρχαίας Ἀγορᾶς, τοῦ Κεραμεικοῦ καὶ τῶν δυτικῶς τῆς Ἀκροπόλεως ἱστορικῶν λόφων δὲν φαίνεται νὰ ἀκολούθησαν τὴν ἀκραία σχετικὴ θέση τοῦ Πικιώνη.
Τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ὁμιλητοῦ στρέφεται στὴν συνέχεια καὶ στὸ κατ' ἐξοχὴν ἀντικείμενο τοῦ ἐνδόμυχου θαυμασμοῦ του: Μένει ἀκόμα κάτι ἄλλο νὰ προασπίσωμεν: Ἡ λαϊκή μας ἀρχιτεκτονική! Χαιρετίζει τὸ θερμὸν ἐνδιαφέρον ποὺ ἀρχίζει νὰ γεννᾶται διὰ τὴν μελέτην της. Ἡ πολιτεία ὀφείλει νὰ ἐνισχύσει τὴν προσπάθεια αὐτήν.
Ἡ μελέτη καὶ ἐξοικείωση μὲ τὴν λαϊκὴ τέχνη δὲν εἶναι γιὰ τὸν Πικιώνη μία τυχαία αἰσθητικὴ προτίμηση ἢ καὶ αὐτοσκοπός. Ἀντιθέτως: Εἰς τὰς μορφὰς τῆς λαϊκῆς τέχνης θὰ ἴδωμεν τὴν ἀπόλυτον ἀλήθειαν [...] Θὰ γνωρίσωμεν καλλίτερα τὸν ἰδικόν μας ἐσωτερικὸν κόσμον. Πρέπει νὰ θεσπίσωμεν τοὺς περιορισμούς [...] διὰ τὴν ὑπεράσπισιν τοῦ αὐτόχθονος χαρακτῆρος [τῆς ἀρχιτεκτονικῆς]». Τὰ νέα κτίσματα πρέπει νὰ σχεδιάζονται εἰς τὸν ρυθμὸν τοῦ τόπου διὰ τὸν ὁποῖον προορίζονται. Προτείνεται μάλιστα ἕνα ριζοσπαστικὸ μέτρο ποὺ δὲν ἔχει προβλεφθεῖ ποτὲ σὲ καμία νομοθεσία στὴν Εὐρώπη: Ἡ μίμησις τῶν ξενικῶν ρυθμῶν πρέπει νὰ ἀπαγορευθεῖ διὰ νόμου!
Ὁ ἀρχιτέκτων, ὡστόσο, διευκρινίζει ἀμέσως τὴν προσέγγισίν του πρὸς τὴν παράδοση: Γνωρίζω ὅτι οἱ περιορισμοί [...] δὲν γεννοῦν ποτὲ τὴν πραγματικὴν ἀρετὴν καὶ τὴν δημιουργικότητα. Γνωρίζω ἐπίσης ὅτι ἡ μίμησις τῆς λαϊκῆς τέχνης δὲν ἀρκεῖ διὰ νὰ γεννήσει τὴν ἀλήθειαν [...] Μιὰ νέα μορφὴ Ἑλληνικὴ εἶναι ἡ σωστὴ συνέχεια τῆς παραδόσεως καὶ ὄχι ἡ μίμησις παρωχημένων μορφῶν. Αὐτὴν τὴν νέα Ἑλληνικὴ μορφὴ θὰ θέσει ὁ Πικιώνης ὡς στόχο τῆς ἀρχιτεκτονικῆς του δημιουργίας διὰ βίου.
Ἕπεται τὸ ἐρώτημα: ποιά εἶναι ἡ τύχη τῶν ἀρχαίων καὶ μεσαιωνικῶν μνημείων τῶν Ἀθηνῶν; Ὁ ὁμιλητὴς ἀποβλέπει στὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐπικειμένης ἀνασκαφῆς τῆς Ἀρχαίας Ἀγορᾶς ἀπὸ τὴν Ἀμερικανικὴ Σχολὴ Κλασικῶν Σπουδῶν: Καὶ ἐὰν δὲν ἀνευρεθοῦν σπουδαῖαι ἀρχαιότητες [...] θὰ μᾶς ἀποκαλύψουν [οἱ ἀνασκαφές] τὸ ἔδαφος τοῦ ἀρχαίου ἄστεως. Διότι: δὲν ἐστάθη δυστύχημα μεγαλύτερον διὰ τὰς Ἀθηναϊκὰς ἀρχαιότητας ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἀρχικὸν σχέδιον τῶν Ἀθηνῶν [τῶν Κλεάνθη καὶ Schaubert] δὲν ἐφηρμόσθη. Αὐτὸ προέβλεπε τὴν διαφύλαξιν ὁλοκλήρου τοῦ ἀρχαίου ἄστεος ἀπὸ τὰς οἰκοδομάς.
Περιγράφει μὲ πόνον τὴν παραμόρφωση τοῦ περιβάλλοντος χώρου τῆς Μονῆς Δαφνίου: Μπὰρ καὶ ντάνσιγκ [sic] ἀνοίγουν τώρα ἐκεῖ ὅπου δὲν ἦσαν πρὶν παρὰ τὰ ταπεινὰ χάνια τοῦ λαοῦ... Προτείνει τὴν θέσπισιν προστατευτικῶν ζωνῶν σὲ μίαν ἀκτίνα περὶ τὰ μνημεῖα ἐντὸς τῶν ὁποίων ἡ ἀνέγερση οἰκοδομῶν θὰ ἦτο ἀπηγορευμένη ἢ θὰ ὑπείγετο εἰς ὡρισμένας αἰσθητικὰς διατάξεις.10 Διότι ἡ Ἀρχαιολογικὴ Ὑπηρεσία δυστυχῶς θεωρεῖ τὰ μνημεῖα καθ' ἑαυτὰ καὶ προσπαθεῖ νὰ τὰ διαφυλάξει, ἀδιαφοροῦσα διὰ τὸ τί γίνεται γύρω των.
Ἐπιχειρεῖται, στὴν συνέχεια, μία σύντομη ἔνθετη ἀνασκόπηση τῆς ἱστορικῆς ἐξελίξεως τῆς νεοελληνικῆς ἀρχιτεκτονικῆς: Μία γενιὰ ἠκολούθησε κατ' ἐπίδρασιν τῆς Εὐρωπαϊκῆς ἀρχιτεκτονικῆς τῆς ἐποχῆς της τὸν ψευδοκλασικὸν δρόμον. Ὁ Ἀθηναϊκὸς κλασικισμὸς χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν Πικιώνη ὡς τάσις ψευδὴς κατὰ βάσιν. Δὲν μᾶς λέει γιατί ἡ τάσις εἶναι «ψευδής», σπεύδει ὅμως νὰ μετριάσει τὴν αὐστηρὴ κρίση του μὲ τὴν παρατήρηση ὅτι εἶναι σεβαστὴ ἡ τάσις αὐτὴ διὰ τὴν ἁγνότητα τῶν προθέσεων καὶ διὰ τὴν καλλιτεχνικὴν εὐσυνειδησίαν καὶ τιμιότητά της.
Τὸν κλασικισμὸν διεδέχθη πνεῦμα μεσαιωνικόν. Καὶ αὐτὴ ἡ ἱστορίζουσα ἐπιλογὴ εἶναι ἐσφαλμένη κατὰ τὴν κρίσιν του διότι ὁ ἀρχόμενος βιομηχανισμός [...] καὶ ἡ ἐπιστήμη καὶ τέχνη εἶναι πράγματα ἀσυνδιάλλακτα [sic]. Μὲ δυσκολία γίνεται ἀντιληπτὴ ἡ ἔννοια τῆς δήλωσης αὐτῆς τοῦ Πικιώνη. Δὲν μᾶς δίνει πάντως τὸν λόγο τῆς ἀπαξιώσεως –κατὰ τὴν κρίση του– τοῦ ἱστορισμοῦ.
Προχωρεῖ στὴν θεώρηση τῆς σύγχρονης ἀρχιτεκτονικῆς δημιουργίας γύρω του. Ἐδῶ πιὰ ἐξανίσταται: Ὁ συγχρονισμός: Εἰσαγωγὴ ξένων μορφῶν. Παρακολούθησις τῆς μόδας! Louis XV καὶ Louis XVI [sic] μέσα εἰς τὴν Πλάκαν! Γερμανισμὸς εἰς ὅλους μας τοὺς δρόμους. Ὡς Γερμανισμὸς χαρακτηρίζεται φυσικὰ ἡ μορφολογία τῶν πολυκατοικιῶν τοῦ μεσοπολέμου μὲ ἐμφανὴ τὴν ἐπιρροὴ τῶν γερμανικῶν προτύπων (ἐπιφάνειες ἐπιχρισμάτων «artificiel», κλειστοὶ ἐξῶστες «Erker» κτλ.), ἀλλὰ γαλλικὲς μορφὲς τοῦ Μπαρὸκ καὶ τοῦ Ροκοκὸ βεβαίως δὲν ἀνευρίσκονται στὴν Πλάκα. Ὁ ἀρχιτέκτων ἐδῶ, ἀντὶ νὰ ἐπιχειρήσει μίαν ἀντικειμενικὴ κριτικὴ τοῦ «συγχρονισμοῦ» (Μοντερνισμοῦ) στὴν Ἀθήνα, ἐπιδίδεται σὲ μίαν συνολικὴ καὶ σαφῶς προκατειλημμένη ἀπόρριψή του.
Στὴν κρίση τοῦ Πικιώνη, ἡ καταδίκη τῶν ἐπιτευγμάτων τῆς συγχρόνου Ἀθηναϊκῆς ἀρχιτεκτονικῆς δὲν βασίζεται στὴν σύγκριση μεταξύ των τῶν ἰδίων μας τῶν ἔργων. Δικαστὴς ἀδέκαστος ποὺ κρίνει τὰ νεότερα κτίσματα εἶναι τὸ ἑλληνικὸν τοπίον τὸ ἀγνοούμενον ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας [...] Δὲν θὰ βρεῖς μία κἂν γραμμήν [ἀπὸ χέρι ἀνθρώπου] ποὺ νὰ ὁλοκληρώσει τὸ τοπίον.
Ἀπὸ τὴν φύση ἀντλεῖ ὁ ἄνθρωπος ὡς ἀπὸ ἀστείρευτον πηγήν. Λείπει ὅμως κάθε προσπάθεια νὰ τοποθετηθεῖ τὸ ἔργον μέσα στὸν φυσικόν του κόσμον. Ἀντ' αὐτοῦ: ἔχομε μορφάς [ἀρχιτεκτονικάς] ἀτομικὰς ποὺ ἀνταποκρίνονται εἰς τὰ αὐθαίρετα γοῦστα τῶν ἀτόμων. Ἄλλο τὸ πρώτιστον αἴτημα τοῦ Πικιώνη, ποὺ συνοψίζει τὴν πίστη του: Μία ἀρχιτεκτονικὴ σύνθεση μὲ ἄξονά της τὴν ὑποταγὴ τοῦ ἀνθρωπογενοῦς κτίσματος στὸ θεόδοτο τοπίο.
Τελευταῖο θέμα ποὺ θίγεται στὸν συντριπτικὸ αὐτὸν ἀπολογισμὸ εἶναι ἡ διαδικασία συντάξεως τῶν ρυμοτομικῶν σχεδίων, ὅπως ὀνομάζονταν τότε τὰ γενικὰ πολεοδομικὰ σχέδια τῶν οἰκισμῶν. Ὁ ὁμιλητὴς ἀναγνωρίζει μὲ σπάνια εὐθυκρισία ὅτι αἱ γραμμαὶ τοῦ ρυμοτομικοῦ σχεδίου εἶναι αἱ γενικώτεραι συνθετικαὶ γραμμαὶ τῆς ἀρχιτεκτονικῆς [...] ποὺ μέλλει νὰ ἱδρυθεῖ ἐπ' αὐτοῦ.
Συνεπὴς ἀνάλυσις τῶν φυσικῶν, ἱστορικῶν καὶ κοινωνικῶν τοπικῶν συνθηκῶν καὶ βαθύτερη πλαστικὴ αἴσθηση (δηλαδὴ συνθετικὸ χάρισμα) εἶναι οἱ προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἐκπόνηση τῆς ὑψηλῆς αὐτῆς ἐργασίας. Δυστυχῶς στὸν τόπο μας εἶναι ἐπιφορτισμένοι μὲ τὸ ἔργο αὐτὸ τοπογράφοι καὶ ἀξιωματικοὶ ἔτσι ὥστε, κατὰ τὸν Πικιώνη, τὸ παρελθόν, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον τῶν χωρίων καὶ τῶν πόλεων νὰ εὑρίσκεται ἕρμαιον εἰς τὰς χείρας τῆς Ἀμαθείας. Καὶ ἐπεξηγεῖ: Τὸ παρελθόν, αἱ γραφικότητές του, τὰ χαρακτηριστικὰ σημεῖα ἱστορικῶς καὶ καλλιτεχνικῶς, δὲν εὑρίσκουν κανένα σεβασμόν [...]. Τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον καταδικάζεται εἰς τὴν ὁμοιομορφίαν ἑνὸς ἠλιθίου πληκτικοῦ τετραγωνισμοῦ τῶν πάντων, παρὰ πάντα νόμον ζωῆς, ἐπιστήμης καὶ τέχνης. Καὶ καταδικάζεται διὰ πολλὰς γενεάς.
Μὲ τὸν εὐφυέστατο χαρακτηρισμὸ ἠλίθιος τετραγωνισμὸς ὁ Πικιώνης ἀπορρίπτει τὴν γενικευμένη ἐφαρμογὴ τοῦ ὀρθογωνικοῦ καννάβου τῆς ρυμοτομίας ποὺ κυριάρχησε στὴν πλειονότητα τῶν νεοϊδρυθέντων οἰκισμῶν τῆς χώρας μετὰ τὴν ἐθνικὴ ἐπανάσταση. Ἐπισημαίνει βέβαια ὅτι ὁρισμένοι οἰκισμοὶ ἐχαράχθησαν ἀπὸ ἀρχιτέκτονας ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ἀναγνωρίζει μόνον μίμησιν καὶ ἀστόχαστον δεξιοτεχνίαν.
Τονίζει, συμπερασματικά, ὅτι:
Ἡ ζωὴ ἑνὸς ρυμοτομικοῦ σχεδίου εἶναι ἀπείρως μακροτέρα τῆς ζωῆς ἑνὸς ἀρχιτεκτονικοῦ ἔργου [...] καὶ ἡ ἔκτασις τῆς ἐπιστημονικῆς ἀναλύσεως ἑνὸς ρυμοτομικοῦ προβλήματος εἶναι μεγίστη.
Τὸ πρώιμο κείμενο ποὺ παρουσιάζεται καὶ σχολιάζεται ἐδῶ, συνοψίζει μὲ μίαν ἀκαταμάχητη ἐρειστικότητα καὶ προφανὴ ἐνεργητικότητα τὰ καίρια θέματα ποὺ προβλημάτισαν τὸν Πικιώνη διὰ βίου. Τὰ θέματα αὐτά, ἡ ἀντιμετώπιση τῶν ὁποίων ἀποτελοῦσε τὸν ἄξονα τῆς ζωῆς του, ἐπανέρχονται συνεχῶς στὸν λόγο του. Δὲν προσπαθεῖ ὡστόσο –συνήθως– νὰ συστηματοποιήσει τὴν σκέψη του καὶ νὰ τὴν διατυπώσει σὲ θεωρητικὸ λόγο, ἐνῶ σὲ κρίσιμες στιγμὲς διακηρύσσει μὲ θάρρος τὸ «πιστεύω» του, δημόσια, ὅπως ἐδῶ.
Μιλώντας γιὰ τὴν ἀνάγκη ἀναπτύξεως «δημόσιας καλαισθησίας» τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ ἐκθέσει τὶς ἀπόψεις του, γιὰ πρώτη φορά, στοὺς συναδέλφους του, ἀπὸ τὴν θέση τοῦ πληγωμένου αἰσθητῆ καὶ τοῦ ἐπικριτικοῦ τιμητῆ. Ἀναφέρεται μὲ πάθος καὶ ἐναίσθηση στὴν μοναδικότητα τοῦ ἀττικοῦ τοπίου. Θίγει θέματα προστασίας τοῦ περιβάλλοντος καὶ τῆς παραδοσιακῆς ἀρχιτεκτονικῆς, προτείνει μορφὲς γιὰ μιὰ ἐπιθυμητὴ νεοελληνικὴ ἀρχιτεκτονική, στηλιτεύει τὴν ὀλέθρια παραμόρφωση τοῦ τοπίου ἀπὸ τὰ λατομεῖα, ἀναφέρεται μὲ τόλμη στὸν καταστρεπτικὸ ρόλο τῆς κερδοσκοπίας ἐπὶ τῆς γῆς.
Ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ 1928, ποὺ διαπνέεται ἀπὸ ἄκρον πραγματισμό, λείπει κάθε ὡραιολογία, ἀλλὰ καὶ ἡ χαρακτηριστικὴ γιὰ τὸν Πικιώνη καλλιέπεια. Τὸ μήνυμα διαπνέεται ἀπὸ ἕναν οἶστρο ἀγωνιστικό. Δὲν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἀρχιτέκτων Πικιώνης ἦταν ἕνας πρωτομάστορας, δὲν ἦταν λόγιος ἢ ἱστοριοδίφης. Τὸν ἀπασχολοῦσαν, ὡστόσο, μονίμως ἠθικές, αἰσθητικὲς καὶ ποιητικὲς ἐκφάνσεις καὶ κατακτήσεις. Ἀντικείμενο τοῦ ἐνδιαφέροντός του ἦταν ὅλες οἱ Τέχνες, ἀλλὰ σπάνια δοκίμασε –λίγες εἶναι οἱ ἐξαιρέσεις– νὰ διατυπώσει τὶς ἔρευνές του σὲ ἕνα σῶμα γραπτῶν θεωρήσεων ἐπὶ καλλιτεχνικῶν θεμάτων. Τὰ γραπτά του εἶναι, τὰ περισσότερα, κείμενα εὐκαιριακά, ἀγωνιστικά, ἀπολογητικὰ μιᾶς ἰδέας ἢ μιᾶς προσπάθειας, ἀπόδειξη τοῦ ὅτι ὁ Πικιώνης δὲν ἦταν νοῦς θεωρητικός.
Ἡ ἐπίκλιση γιὰ τὴν προαγωγὴ τῆς δημοσίας καλαισθησίας εἶναι ὁ προάγγελος ὅλων τῶν κατοπινῶν του ἀγώνων. Ὡς κατακλείδα αὐτῆς τῆς θεώρησης θυμόμαστε τὰ λόγια τοῦ φίλου του καὶ διερευνητικοῦ στοχαστῆ Ζήσιμου Λορεντζάτου:
«Ὁ Πικιώνης γνώριζε πὼς ἔχουμε νὰ ζήσουμε σὲ ἕνα μηχανοκρατούμενο κόσμο [...] Δὲν ἀεροβατοῦσε. Δὲν στάθηκε ἀνεδαφικός. Ξεχώριζε ὅμως τὶς πραγματικὲς ἀπὸ τὶς τεχνητὲς ἀνάγκες». Ὑπηρέτησε τὶς πρῶτες καὶ περιφρόνησε τὶς ἄλλες, προσθέτω ἐγώ.
Ὁ ἀρχιτέκτων Δημήτρης Πικιώνης παραμένει πολύτιμος ὁδηγός, τιμητὴς αὐστηρὸς, ἀλλὰ πρὸ πάντων θεματοφύλαξ ἐθνικός!
Σάββατο, 21.3.2020
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΚΑΛΑΙΣΘΗΣΙΑΣ, ΔΙΑΛΕΞΙΣ
Δ. ΠΙΚΙΩΝΗ, Ἀρχιτέκτονος-Καθηγητοῦ τοῦ Πολυτεχνείου
Εἰς τὸ Τεχνικὸν Ἐπιμελητήριον τῆς Ἑλλάδος, 20 Μαρτίου.
Κύριοι
Οἱ λόγοι διὰ τοὺς ὁποίους συνεκεντρώθημεν ἐδῶ ἀνεπτύχθησαν προηγουμένως ὑπὸ τοῦ προέδρου κ. Μεταξᾶ.
Μιὰ εἰσήγησις ἐπὶ τῶν ζητημάτων, τὰ ὁποῖα θὰ μᾶς ἀπασχολήσουν κατὰ τὴν συζήτησίν μας, εἶνε ἀναγκαία καὶ ἐνόμισα ὅτι τὴν θέσιν αὐτῆς τῆς εἰσηγήσεως δύναται νὰ καταλάβῃ μία μελέτη μου γραμμένη πρὸ πολλοῦ, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ ἀρχιτεκτονικοῦ Τμήματος τοῦ Τεχν. Ἐπιμελητηρίου, ἐπὶ τοῦ ζητήματος τοῦ ἐξωραϊσμοῦ τοῦ Λυκαβηττοῦ διὰ τὸν ὁποῖον τόσος θόρυβος ἔγινε τότε.
Ἡ μελέτη αὐτὴ δὲν ἔχασε τὴν ἐπικαιρότητά της, κατόπιν τῆς εὐτυχοῦς λύσεως ποὺ ἐδόθη ὑπὸ τοῦ Ὑπουργείου εἰς τὸ ζήτημα τοῦτο. Αὐτὸ δὲ διότι τὸ ζήτημα τοῦ Λυκαβηττοῦ δὲν εἶνε παρὰ μία περίπτωσις μόνον ἑνὸς συνόλου ζητημάτων ἀφορώντων τὴν δημοσίαν καλαισθησίαν μας, ζητημάτων τὰ ὁποῖα ἡ μελέτη αὐτὴ ἐπάσχιζε νὰ τὰ ἐξετάσῃ εἰς ὅλον τὸ βάθος καὶ εἰς ὅλην τὴν ἔκτασή των, καὶ τὰ ὁποῖα παραμένουν ῥιζικῶς ἄλυτα.
Ἔγραφα λοιπὸν τότε:
«Ὁ τόσος θόρυβος, εἰς τὸν ὁποῖον μετέχουν μὲ ἴσα δικαιώματα ἁρμόδιοι καὶ ἀναρμόδιοι διὰ τὰ ζητήματα αὐτὰ δὲν μαρτυρεῖ τίποτε ἄλλο παρὰ τὴν ἀναρχίαν, τὴν ἔλλειψιν κάθε φροντίδος καὶ τάξεως ποὺ ἐπικρατεῖ μετὰ 100 χρόνων ἐλεύθερον βίον εἰς τὰ αἰσθητικὰ ζητήματα τοῦ τόπου μας. Εἴτε πρόκειται διὰ τὴν ἀσυνείδητον εὐκολίαν μὲ τὴν ὁποίαν μνημεῖα καὶ τόποι σημαίνοντες διὰ τὴν πλαστικότητα τῆς μορφῆς ἢ διὰ τὴν ἱστορικὴν σημασίαν των παραδίδονται εἰς τὴν καταστροφὴν καὶ τὴν ἐξαφάνισιν, εἴτε πρόκειται διὰ τὴν ἠθικὴν καταστροφὴν ποὺ ἐξ ἀντανακλάσεως, νὰ ποῦμε, φύσις, μνημεῖα καὶ τόποι τῆς κλασσικῆς καὶ Μεσαιωνικῆς καὶ Λαϊκῆς μας τέχνης ὑφίστανται ἀπὸ τὸ ψεῦδος τῆς Ἀρχιτεκτονικῆς τοῦ παρόντος, εἴτε πρόκειται διὰ τὴν ἀπεριόριστον ἐλευθερίαν ποὺ χαρακτηρίζει τὴν αἰσθητικὴν τῆς τελευταίας, τὸ πρόβλημα εἶνε κατὰ βάθος τὸ ἴδιον.
Ἔχομεν πλαστικὸν αἴσθημα, ἀνέτειλε μέσα μας ἡ συνείδησις τῆς σημασίας τῆς μορφῆς διὰ τὸν πολιτισμόν μας; Ἐπράξαμεν μέχρι τοῦδε τί διὰ νὰ τὴν προασπίσωμεν ἀπὸ τὸ ψεῦδος;
Ὅταν πρὸ ἔτους καὶ πλέον ἡ Ἐφημερὶς «Πολιτεία» ἤνοιξε μίαν ἔρευναν ἀνάμεσα εἰς τοὺς διανοουμένους τοῦ τύπου ἐπὶ τοῦ ζητήματος τοῦ ἐξωραϊσμοῦ τοῦ Λυκαβηττοῦ, ἀπεδείχθη ὅτι δὲν λείπουν ἀπὸ τὸν τόπον μας οἱ ἄνθρωποι μὲ εὐαισθησίαν πρὸς τὴν καλλιτεχνίαν τῆς μορφῆς τῆς φύσεως καὶ τῆς τέχνης καὶ μὲ σεβασμὸν πρὸς τὴν ἱστορικὴν καὶ ἄλλην σημασίαν ποὺ τόποι καὶ πράγματα παίρνουν ἀπ' τὴν ζωή μέσα μας.
Εἶνε λυπηρὸν νὰ λεχθῇ ὅτι ἡ γνώμη τῶν Ἀρχιτεκτόνων, τῶν μᾶλλον δηλαδὴ δικαιουμένων καὶ τῶν μᾶλλον ὑποχρέων νὰ ἐκφράσουν τὴν γνώμην των ἐπὶ τῶν ζητημάτων αὐτῶν, δὲν ἀντιπροσωπεύεται εἰς τὴν ἔρευναν αὐτήν. Νὰ ἀποδοθῇ ἆρα γε τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἰς τὸ ὅτι εἰς πολὺ λίγους ἀπὸ ἡμᾶς ὑπάρχει πραγματικὴ συναίσθησις τῆς ὑψηλῆς σημασίας τῶν αἰσθητικῶν αὐτῶν ζητημάτων καὶ εἰς τὸ ὅτι ἡ γνωστὴ παθητικότης μας ὑποχωρεῖ εὔκολα πρὸ τῶν δυσκολιῶν, φυσικῶν δι' ἀνθρώπους ἀσχολουμένους μὲ τὴν τεχνικὴν τῆς τέχνης των, ποὺ ἡ διατύπωσις τῶν γνωμῶν των μᾶς παρουσιάζει;
Ὅπως καὶ ἂν ἔχει τὸ ζήτημα ἀπὸ τῆς ἐρεύνης τῆς «Πολιτείας» καὶ ὕστερα, σημαίνοντες πολῖται λόγιοι καὶ δημοσιογράφοι ἐβγῆκαν διὰ νὰ ὑποστηρίξουν τὰ ζητήματα αὐτά, οὐδεὶς ὅμως Ἀρχιτέκτων.
Ἂς λεχθῇ πρὸς τιμὴν τοῦ κ. Ὀρλάνδου ὅτι εἶνε ὁ μόνος ὁ ὁποῖος ἐβγῆκε τότε ἐξ ἀφορμῆς τῆς μετατροπῆς τῶν Π. Ἀνακτόρων νὰ ὁμιλήσῃ δημοσίᾳ, ὑπεραμυνόμενος τοῦ κτιρίου.
Μήπως πάλιν δὲν εἶνε ἡ ὀλιγωρία ποὺ δείχνουν μερικοὶ Ἀρχιτέκτονες εἰς τὸ νὰ διατυπώσουν τὴν γνώμην των ἡ αἰτία διὰ τὴν ὁποίαν μία ἔρευνα μέλλουσα νὰ διενεργηθῇ ὑπὸ τῆς Ἐφημερίδος «Ἐλεύθερον Βῆμα» δὲν βλέπει ἀκόμη τὸ φῶς; Καὶ ὅμως τὸ γεγονὸς ὅτι κάθε δημοσία συζήτησις ἐπ' αὐτῶν τῶν ζητημάτων δύναται νὰ τὰ προαγάγῃ εἰς τὴν κοινὴν συνείδησιν εἶνε ἀναμφισβήτητον.
Δέον ἐδῶ νὰ ἐξαρθῇ ἡ σημασία ἑνὸς ἀξιολόγου ἄρθρου ποὺ ἐδημοσιεύθη ὑπὸ τοῦ κ. Ζ. Παπαντωνίου («Ἐλεύθερον Βῆμα» Φεβρουαρίου) εἰς τὸ ὁποῖον ὑποστηρίζει τὴν ἀνάγκην τῆς ὑπαγωγῆς τῶν αἰσθητικῶν ζητημάτων τοῦ τόπου μας εἰς μίαν ἐξουσίαν Δημοσίας Καλαισθησίας, τῆς ὁποίας αἱ ἀποφάσεις νὰ εἶχον ἀπόλυτον κῦρος.
Ὅσον ἀφορᾷ τὰς γνώμας καὶ τὰ ἐπιχειρήματα τῶν ἀντιθέτων αὐτὰ μᾶς εἶνε γνωστὰ καὶ ἀπὸ τὰ δημοσιεύματα ποὺ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ εἶδον τὸ φῶς, καὶ ἀπὸ τὰς συζητήσεις ποὺ ἠγέρθησαν εἰς τοὺς καλλιτεχνικοὺς καὶ ἐπιστημονικοὺς κύκλους, ἀκόμα καὶ τοὺς πλέον ἀναρμοδίους. Δὲν ὑπῆρχε ἀντίληψις πλέον ψευδὴς καὶ δι' αὐτὸ πλέον ἐπικίνδυνος, παρ' αὐτὴ ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὸ βάθος τοῦ πνεύματός των, ὅτι κάθε εὐαισθησία πλαστική, νὰ ποῦμε, δὲν ἦτο παρὰ ἀσχολία ρωμαντικῶν ἰδεολόγων ποὺ ἐγίνετο πρόσκομμα εἰς τὸ πραγματικὸν πνεῦμα τῆς προόδου. Καὶ τοῦτο δὲν ἦτο παρὰ ἡ προσωπὶς τοῦ πνεύματος τῆς κερδοσκοπίας ποὺ δὲν ἠνείχετο περιορισμοὺς καὶ ποὺ ἐξελάμβανε τὰς ἰδικάς του αὐθαιρεσίας ὡς ἀνάγκας ἀπολύτους τοῦ παρόντος. Ἡ ἐποχὴ ἐξ ἄλλου δὲν ἔπρεπε νὰ ἐμποδισθῇ νὰ ἀφίσῃ τὴν σφραγῖδα τῆς τέχνης της εἰς ἓν μνημεῖον ποὺ θὰ τὴν ἀντεπροσώπευε εἰς τοὺς μεταγενεστέρους! Διὰ τοιαῦτα πνεύματα ἡ συνείδησις τῆς ἀδυναμίας μας ἀπετέλει ἐπονείδιστον ὁμολογίαν· ἡ ὑποταγὴ εἰς τὰ συμπεράσματα μιᾶς λεπτοτέρας αἰσθήσεως δουλικότητα. Δύναμις δι' αὐτοὺς ἦτο ἡ ἐπίδειξις τῆς ἀμαθείας των.
Ὅλ' αὐτὰ δὲν δείχνουν παρ' ὅτι λείπει παντελῶς πραγματικὴ καλλιτεχνικὴ συνείδησις εἰς τὸν τόπον μας.
Ἀλλέως θὰ ὑπῆρχε περισσότερος σεβασμός.
Δέον νὰ ἐξετάσωμεν ποῦ κεῖται τὸ βάθος τοῦ ζητήματος. Ὑστερώτερα, νὰ τὸ ἐξετάσωμεν εἰς ὅλην τὴν εὐρύτητα ποὺ αὐτὸ μᾶς παρουσιάζει.
Ἡ μορφὴ εἶνε τὸ πλέον ἐσωτερικὸν πρᾶγμα, εἶνε ἡ ἀποκάλυψις, ἡ ἔκφρασις τοῦ ἐσωτερικοῦ εἶνε, τῆς ἰδέας.
Ἡ μορφὴ ἑνὸς τόπου εἶνε ἡ ἀποκάλυψις τῆς βαθυτέρας οὐσίας του.
Ἕνας τόπος δίνει τὴν ἰδέαν του, τὴν μορφὴν εἰς τὰς ἐκφράσεις τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς τέχνης, τῆς θρησκείας ποὺ βγαίνει ἀπὸ αὐτὸν τὸν τόπον.
Τὰ πλέον ἀφηρημένα σχήματα ποὺ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸν νοῦν τὸν ἀνθρώπινον ἔχουν τὴν ἔμπνευσίν των εἰς τὴν φύσιν.
Ἀπὸ τὴν φύσιν ἀντλεῖ, ὡσὰν ἀπὸ ἀστείρευτον πηγήν, ὁ ἄνθρωπος. Εἰς τὴν φύσιν θ' ἀνακαλύψῃ κάθε νέαν μορφὴν τοῦ ἑαυτοῦ του.
Δι' αὐτὸ ἡ λατρεία καὶ ὁ σεβασμὸς πρὸς τὴν φύσιν ἦτο πάντα ἕνα αἴσθημα ἀληθινὸν καὶ μεγάλο καὶ δὲν εἶνε, ὅπως εἶπαν πολλοὶ ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ζητήματος τοῦ Λυκαβηττοῦ, ἀδυναμία αἰσθητικῆς καὶ ρωμαντισμός. Ἀπόδειξις: οἱ λαοὶ ποὺ ἐστάθησαν οἱ πλέον μεγάλοι εἰς τὴν πρᾶξιν εἶχαν ζωντανότατον αὐτὸ τὸ αἴσθημα. Ἀρκεῖ νὰ ὑπενθυμίσω αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ Πλάτων εἰς τοὺς «Νόμους καὶ Ἐπινομίδα» διὰ τοὺς ἀρχαίους Αἰγυπτίους. Ἡ σημασία ποὺ ἔδιδον οἱ ἱερεῖς τῆς Αἰγύπτου εἰς τὴν μορφὴν ἦτο τέτοια, ὥστε οἱ καλλιτέχναι οἱ ἐντεταλμένοι νὰ δημιουργοῦν διὰ τὸν Αἰγυπτιακὸν Λαὸν τὰς μορφὰς τῆς τέχνης των, ἔζων εἰς ὡρισμένον μέρος. Καὶ ὅσαι μορφαὶ ἐκρίνοντο ἄξιαι νὰ γίνουν κτῆμα τοῦ Αἰγυπτιακοῦ Λαοῦ, ἀνετίθεντο εἰς τοὺς Ναοὺς καὶ ἐκτὸς αὐτῶν οἱ Αἰγύπτιοι, ὄχι μόνον νὰ ἰδοῦν, ἀλλ' οὔτε νὰ στοχασθοῦν ἄλλας ἠδύναντο. Περιορισμὸς ποὺ ἐκ πρώτης ὄψεως μᾶς φαίνεται δουλικὸς ἢ τοὐλάχιστον ἀνοίκειος πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς Ἑλλάδος, ὅπου ὁ ἀόρατος θεὸς τοῦ Λαϊκοῦ αἰσθήματος ἦτο ὁ προστάτης τοῦ ἐθνικοῦ ρυθμοῦ. Καὶ ὅμως ἂν κυττάξωμεν βαθύτερα θὰ ἴδωμεν ὅτι καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τῶν Αἰγυπτίων ὁ περιορισμὸς αὐτὸς δὲν ἦτο παρὰ μία ἐλευθέρα ἀνάγκη τοῦ ἰδίου των καλλιτεχνικοῦ αἰσθήματος. Καὶ εἰς τὴν ἐποχήν μας, εἰς Λαοὺς ποὺ περνοῦν ὡς οἱ πλέον ὑγιεῖς καὶ θετικοὶ καὶ προωδευμένοι εἰς τὰ μάτια αὐτῶν ἀκόμη ποὺ κλίνουν νὰ θεωρήσουν τὰς αἰσθητικὰς αὐτὰς ἀπασχολήσεις ὡς ἔργον ρωμαντικῶν ἀργοσχόλων, ἡ προάσπισις τῆς μορφῆς τοῦ πατρίου ἐδάφους καὶ τοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἀρχιτεκτονικῆς των ἔχουν ἀναχθῇ εἰς θρησκείαν.
Εἰς τὴν Γερμανίαν ἡ αἰσθητικὴ τῆς μορφῆς εἶνε ἀνατεθειμένη εἰς τὴν φωτεινὴν φροντίδα διαφόρων ἰδιωτικῶν συλλόγων ποὺ ἡ γνώμη των εἶνε ἐνδεδυμένη μὲ ἀπόλυτον κῦρος. Τὸ παραμικρὸν αἰσθητικὸν πρόβλημα, ἀκόμη καὶ διὰ τὴν μικροτέραν πολίχνην, ἐξετάζει μὲ ἄκραν προσοχήν. Ἀρκεῖ νὰ ἀναφέρω τοῦτο: Τὰ διὰ τὴν κίνησιν τῶν σιδηροδρόμων τῆς Βαυαρίας κατασκευασθέντα ἔργα ἐγένοντο κατὰ τρόπον ὥστε νὰ μὴ καταστραφῇ τὸ τοπεῖον, καὶ τοῦτο κατ' ἀπαίτησιν τῶν συλλόγων «Τῶν φίλων τοῦ πατρίου Ἐδάφους». Καὶ διὰ νὰ γείνῃ ἐξωδεύθησαν χιλιαπλάσια.
Εἰς τί δύνανται νὰ μᾶς χρησιμεύσουν τ' ἀρνητικὰ μέτρα τὰ ὁποῖα δυνάμεθα νὰ λάβωμεν διὰ τὴν δημοσίαν καλαισθησίαν μας;
Βεβαίως δὲν δύνανται παρὰ νὰ μᾶς διαφυλάξουν τὴν μορφὴν καὶ τὸν χαρακτῆρα τῆς φύσεώς μας καὶ τῶν μνημείων μας, τὸν αὐτόχθονα ρυθμόν, τόσον μόνον ὅσον εἶνε δυνατὸν νὰ τὸ κάνουν περιορίζοντα τὰς ἀρρυθμίας τῶν ἀμαθῶν.
Καὶ τοῦτο εἶνε ἐπὶ τοῦ παρόντος ἀρκετόν, μέγα καὶ ἀναγκαῖον.
Τὸ ἐπίλοιπον, ἡ ἀνάπτυξις δηλαδὴ τοῦ πραγματικοῦ αἰσθήματος τοῦ ρυθμοῦ μέσα μας, εἶνε ἔργον διαφεῦγον τὰ ὅρια τῶν μέτρων τούτων καὶ στηριζόμενον εἰς προϋποθέσεις ἄλλας.
Δὲν ὑπάρχει καταστροφὴ μεγαλειτέρα ἀπ' ἐκείνη ποὺ εἶνε ἀνεπανόρθωτος. Καὶ δὲν γνωρίζω ἄλλην ἀνεπανόρθωτον πλέον μεγάλην, πλέον βάνδαλον, παρ' ἐκείνην ποὺ ὑπέστη τὸ Ἀττικὸν τοπεῖον καὶ ἰδιαίτερα ἡ Ἀθηναϊκὴ φύσις ἀπὸ τὰς λατομήσεις.
Ἕνας τόπος λίκνον τοῦ ρυθμοῦ, τόπος τοῦ ὁποίου ἡ παραμικροτέρα λεπτομέρεια ἔχει πλαστικὴν σημασίαν ἄμετρον, ὑπέστη ἀπὸ αἰῶνας, καὶ ὑφίσταται εἰσέτι μίαν καταστροφὴν ποὺ δὲν ἔχει τὴν ὁμοίαν της καὶ ποὺ τείνει νὰ ἐξαφανίσῃ τὸν ἰδιαίτερον χαρακτῆρά του.
Νὰ πῇς δὲ ὅτι ἡ καταστροφὴ αὐτὴ ἐπεβλήθη ἀπὸ μίαν ἀναπότρεπτον ἀνάγκην τοῦ παρόντος; Ἀλλ' ὄχι. Εἶνε τόσον πλέον θλιβερὰ ὅσον διότι ἠδυνάμεθα νὰ τὴν ἀποφύγωμεν. Θὰ στηθῇ ὡς ἕνα αἰώνιον μνημεῖον τῆς βαρβαρότητός μας.
Ἡ λατομία κατέστρεψε γιὰ πάντα τὸν χαρακτῆρα τοῦ λόφου τοῦ Λυκαβηττοῦ. Ὁ λόφος καθὼς μᾶς ἀναφέρει ἕνας περιηγητὴς τῆς Τουρκοκρατίας, ἐφαίνετο εἰς αὐτὸν ποὺ ἀντίκρυζε τὰς Ἀθήνας ἀπὸ τὸ Δαφνί, ὡς ἕνας φοβερὸς δράκων βαδίζων κατὰ τῆς Ἀκροπόλεως καὶ ἥνωνε μὲ τὴν ἀδιάσπαστον πλαστικὴν γραμμήν του τὰ ὑψώματα τῶν Τουρκοβουνίων μὲ τὴν Ἀκρόπολιν.
Τώρα τὰ μυτερὰ καὶ κουτσουρεμένα σχήματα ποὺ σώζονται ἀπὸ τὴν καταστροφὴν πίσω ἀπὸ τὸν κύριον βράχον δίνουν εἰς τὴν ἐφθαρμένην ὄψιν του μία νότα βορείου τοπείου.
Δὲν ἐξέφυγε τὴν καταστροφὴν ἡ Νοτιοανατολικὴ πλευρά του. Οὔτε ἡ Ἀνατολικομεσημβρινὴ πλαγιὰ τοῦ ἱστορικοῦ λόφου τοῦ Φιλοπάππου, τοῦ Μουσαίου.
Καταστροφὴ τόσο πιὸ φοβερὴ ὅσον ἀπ' ἐκεῖ μὲ τὸ ἴδιο βλέμμα ἀγκαλιάζεις καὶ τὴν Ἀκρόπολιν.
Μήπως τώρα αἱ ἐπιγραφαί (Καπέλλα Ἀριανούτσου καὶ Ραπτομηχαναὶ Σίγγερ) ποὺ μολύνουν τὸν γραφικώτατον γκρεμὸν τῆς νοτίου του πλευρᾶς, –ποὺ πάλιν δὲν μπορεῖς νὰ τὸν κυττάξῃς χωρὶς νὰ δῇς μαζὺ καὶ Παρθενῶνα–, δὲν εἶνε χαρακτηριστικὸν σημεῖον τῆς δημοσίας μας καλαισθησίας; Καὶ ὅμως ἔχομεν δημοτικὰς ἀρχάς, τμῆμα γραμμάτων καὶ Τεχνῶν καὶ Ἀκαδημίαν.
Ἡ λατομία κατέστρεψε τὰς Δυτικὰς πλαγιὰς τῆς Πνυκός, τοὺς λόφους τῆς Σικελίας καὶ τῶν Σφαγείων.
Ἀκόμη σήμερα ἂν περιπατήσῃς παράλληλα πρὸς τὴν ὁδὸν Πατησίων ἀπὸ τὴν Κυψέλην ἕως τὴν Ὀμορφοκκλησιὰν δὲν θὰ δῇς πλαγιὰν ἢ κορυφὴν ἄθικτον.
Δεξιὰ ἀπ' τὸν δρόμο ποὺ φέρνει πρὸς τὴν Καισαριανήν, ἕνα λατομεῖον ἤνοιξε προσφάτως ἐκεῖ ποὺ καταστρέφει ὅλο τὸ τοπεῖο, ἐνῷ ἡ λατομία ἠδύνατο νὰ περιορισθῇ εἰς τοὺς λόφους τοὺς ἀθεάτους ἀπὸ τὸν δρόμον.
Πρόσφατον εἶνε κ' ἐκεῖνο ποὺ ἄνοιξεν, ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῆς ἐπιδιορθώσεως τῆς Ἱερᾶς ὁδοῦ, ἀριστερὰ ἀπὸ τὸν δρόμον, ἔναντι τοῦ λόφου τῆς Ἁγίας Μαύρας.
Πέρα ἀπὸ τὸ Δαφνὶ ἡ λατομία καταστρέφει εἰς τὸ σημεῖον ἀκριβῶς ὁπόθεν ἀγναντεύεις τὸν κόλπον τῆς Σαλαμῖνος τοὺς πλαστικωτέρους βράχους δεξιὰ ἀπὸ τὸν δρόμον καὶ καταστρέφει ἔτσι ἕνα κλασσικὸ τοπεῖον.
Τὸ ἀπεριόριστο αὐτὸ δικαίωμα τῆς λατομίας λυμαίνεται τὴν ἱστορικὴν καὶ θαυμαστὴν Πειραϊκὴν Χερσόνησον ὅπου καθὼς λέγουν οἱ Ἀρχαιολόγοι οἱ ἀρχαῖοι ἐλατόμουν κατὰ τρόπον ποὺ ἄφηνε ἀνέπαφον τὴν μορφὴν τοῦ τοπείου.
Ἀμφιβάλλω ἂν εἶνε ἀπὸ αἰσθητικοὺς λόγους ποὺ τὰ ἀρχαῖα λατομεῖα τῆς Πεντέλης εἶνε τοποθετημένα εἰς μέρος ἀθέατον. Τοῦτο μόνον γνωρίζω, πὼς ἡ ἀνεπιστημονικὴ καὶ χωρὶς κανὲν σύστημα σημερινὴ λατομία γλήγορα θὰ καταστρέψῃ τὸ εὐγενέστερον ἀπὸ τὰ βουνά μας.
Ἕως ποῦ θὰ σταματήσουν τὰ ὅρια αὐτῆς τῆς καταστροφῆς; Καὶ ἕως πότε θὰ ἐξακολουθήσῃ ἀσύδοτος, μὴ γνωρίζουσα περιορισμούς; Ποῖος θὰ τὴν σταματήσῃ! Ἀπὸ ποῦ θὰ προέλθῃ τὸ ἐνεργὸν ἐνδιαφέρον, τὸ κῦρος καὶ ἡ δύναμις ποὺ θὰ ὑπερασπίσῃ ἀπὸ τὴν πληγὴν αὐτὴν τὸ Ἑλληνικὸν τοπεῖον;
Ἐὰν χρέος μας εἶνε ἡ προάσπισις τῶν ἀρχαιολογικῶν μνημείων ἀπὸ τὴν καταστροφήν, χρέος ἴσης σημασίας εἶνε ἡ προάσπισις τοῦ φυσικοῦ του περιβάλλοντος τῆς ἀτμοσφαίρας του.
Ἕνα μνημεῖον τέχνης ποὺ δὲν εἶνε ἄλλο παρὰ μία ἑρμηνεία, μέσον ἀφηρημένων σχημάτων, αὐτῶν τῶν ἀρχῶν καὶ τῶν Νόμων τῆς φύσεως, γίνεται ἀκριβῶς γι' αὐτὸ μέρος τῆς ἀρχιτεκτονικῆς τοῦ σύμπαντος.
Δὲν ἁρμόζει νὰ καταστρέφωμεν τὴν ἁρμονίαν αὐτὴν ἀνάμεσα μνημείου τέχνης καὶ φύσεως μὲ ἔργα ποὺ μὲ τὸ νὰ μὴν ἔχουν συλληφθῇ κατὰ τὰς ἀρχὰς αὐτῆς τῆς φύσεως, στέκουν ξένα πρὸς αὐτήν.
Ὁ ἄξων τῆς Ἀκροπόλεως, λέγει ὁ σύγχρονος Corbusier, εἶνε ὁ ἄξων τοῦ τοπείου ἀπὸ τὴν Πεντέλην ἕως τὴν θάλασσαν. Ἔτσι βλέπει ὁ ἀληθινὸς Ἀρχιτέκτων. Ὁ ἀνίδεος βλέπει μόνον τὴν Ἀκρόπολιν, δηλαδὴ δὲν τὴν βλέπει ποσῶς.
Δὲν ἁρμόζει εἰς τὸν ἄξονα αὐτὸν νὰ τοποθετήσωμεν πράγματα ποὺ νὰ μὴν ἐστέκοντο εἰς ἁρμονίαν μὲ τὴν Ἀκρόπολιν. Καὶ ὁ Λυκαβηττὸς βρίσκεται εἰς τὸν ἄξονα τῆς Ἀκροπόλεως. Ὁ ἄξων αὐτῆς δημιουργεῖ ὑψηλὰς ἐπιταγάς. Ἕνα μνημεῖον, στημένο ἐπάνω εἰς τὸν Λυκαβηττὸν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε ὄχι μόνον «ὑψηλὴ τέχνη» ἀλλὰ καὶ σύμβολον ἑνὸς ὑψηλοῦ ἰδεώδους. Ἐκινδύνευσε νὰ εἶνε ψευδὴς τέχνη καὶ Ξενοδοχεῖον ἢ ντάνσιγκ.
«Ἡ Ἀκρόπολις», λέγει πάλιν ὁ ἴδιος, «διατάσσει ὁλόκληρον τὸ Ἀττικὸν τοπεῖον». Ἀσφαλῶς ἡ φύσις ἀκούει ἕως τὰ πέρατα τῆς Ἀττικῆς πεδιάδος τὰς ἐπιταγὰς τῆς Τέχνης καὶ ὑπακούει.
Ἐμεῖς, οἱ ἔνδοξοι υἱοὶ εἴμεθα οἱ μόνοι κωφοὶ ἐδῶ πολὺ κοντά της.
Πήγαινε ἕνα περίπατο γύρω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολι: Ὅταν ἰδῇς τί εἴδους οἰκοδομαὶ μολύνουν τὸ μέρος ὅλο γύρω της θὰ αἰσθανθῇς ἕως ποῦ φθάνει τὸ πλαστικὸν αἴσθημα τοῦ λαοῦ μας. Ὁ τόπος εἶνε ἰδιαίτερα ἄξιος νὰ γείνῃ τὸ κριτήριόν μας ἀπὸ τῆς ἀπόψεως αὐτῆς.
Ἕως τὰ 1900 ἦτον ἄχτιστος ἀκόμη ὁ λόφος τῆς Πνυκὸς καὶ τὰ δυτικά του κράσπεδα, ὁ λόφος τοῦ Ἀστεροσκοπείου καὶ ὅλη ἡ ἔκτασις ἀναμεταξὺ Θησείου καὶ τῆς σιδηροδρομικῆς γραμμῆς τοῦ ΣΠΑ. Ἠδυνάμεθα τότε νὰ φροντίσωμεν νὰ ἀπαλλοτριωθῇ καὶ νὰ παραμείνῃ ὡς εἶχε. Τοὐλάχιστον εἰς τὰ ὡρισμένα αὐτὰ μέρη ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα τῶν ἀρχαίων μνημείων θὰ διετηρεῖτο.
Τὸ ἀποκαρδιωτικὸν εἶνε τὸ θέαμα τῆς Ἀκροπόλεως ἀπὸ τὰ μέρη αὐτὰ τώρα! Ἀκρόπολις, Ἄρειος Πάγος, Πνύξ. Καὶ ἡ αἰσθητικὴ τῶν ἐργολάβων ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος. Σπίτια ρενεσὰνς εἰς τὸ πρῶτον ἐπίπεδον. Μία ὀγκώδης ἐκκλησία εἰς τὸν ἐλαφρότατον λόφον τῶν Νυμφῶν καὶ τόσα ἄλλα.
Ἡ ρίζα τῆς καταστροφῆς εἶνε μία, ἡ ἄγνοια. Αἱ μορφαί της πολλῶν εἰδῶν. Μία εἶνε, ποὺ εἶχε πρόθεσιν καλήν, ἀξιοσημείωτος μὲ τὸ νὰ μᾶς διδάσκῃ πόσον καὶ ἡ καλὴ πρόθεσι δὲν φθάνει. Ἀπαιτεῖται πρὸ παντὸς Γνῶσις:
Εἶνε ἡ δενδροφύτευσις τῶν μερῶν αὐτῶν, ὁ καλλωπισμός των.
Ἡ πλέον ἁρμόζουσα στολὴ εἰς τὸ τοπεῖον αὐτὸ εἶνε ἡ αὐστηρὰ γύμνια του. Οἱ ἀδελφοί του, μερικὲς ἀγριεληές.
Τὰ ἀθάνατα ἀκόμα ἂν καὶ παρείσακτα, δὲν γνωρίζω πῶς, ἐναρμονίζονται ἴσως μ' αὐτό.
Τὸ ἠθέλησαν πλουσιώτερον. Ἐδενδροφύτευσαν παντοῦ, ἐπάνω εἰς τὸ ἀρχέγονον ἔδαφος, ἐπάνω εἰς τὰς ἐπιχωματώσεις τῶν ἀνασκαφῶν καὶ τοῦ χρόνου. Δάσος ἀπὸ πεῦκα γύρω εἰς τὴν Ἀκρόπολιν καὶ εἰς τὴν Πνύκα, κυπαρίσσια κάτω ἀπὸ τὸν Φιλόπαππον. Τὸ τοπεῖο ἔχασε τὸν αὐστηρὸν χαρακτῆρα του. Σὲ λίγο ἡ Ἀκρόπολις θὰ εἶνε ἀθέατη ἀπὸ τὸν περιφερειακὸν δρόμον. Καὶ ἡ θάλασσα ἀπὸ τὴν Πνύκα.
Γύρω ἀπὸ τὸ θέατρον τοῦ Διονύσου καὶ ἐπάνω ἀκόμη εἰς τοὺς βράχους τῆς Ἀκροπόλεως τί ἐκζητήσεις διακοσμητικαὶ ἀνάρμοστοι καὶ διὰ τὴν φύσιν καὶ διὰ τὰ ἐρείπια! Ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν Παρθενῶνα ἀκόμα, ἄλλοτε, εἶχαν φυτεύσῃ καὶ μερικὰ φοινικοειδῆ!
Δὲν ἐστάθη δυστύχημα μεγαλείτερον διὰ τὰς Ἀθηναϊκὰς Ἀρχαιότητας ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἀρχικὸν σχέδιον τῶν Ἀθηνῶν τὸ ἐκπονηθὲν ὑπὸ τῶν Βαυαρῶν καὶ τοῦ ἰδικοῦ μας Κλεάνθους, δὲν ἐφηρμόσθη. Προέβλεπε τὴν διαφύλαξιν ὁλοκλήρου τοῦ ἀρχαίου ἄστεως, ἀπὸ τὰς οικοδομάς.
Δὲν ὁμιλῶ ἐδῶ διὰ τὰς ἄλλας συνεπείας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ διὰ τὴν νέαν πόλιν.
Αἱ ἀνασκαφαὶ τῆς Ἀμερικανικῆς Σχολῆς, ἀκόμη καὶ ἐὰν δὲν ἀνευρεθοῦν σπουδαῖαι ἀρχαιότητες, θὰ συντελέσουν εἰς τοῦτο. Νὰ μᾶς ἀποκαλύψουν τὸ ἔδαφος τοῦ ἀρχαίου ἄστεως. Καὶ νὰ ἀποκαταστήσουν τὴν ἀτμοσφαῖραν τῶν ἐρειπίων.
Τὰ δύο ἱερὰ ποτάμια, ὁ Ἰλισσὸς καὶ ὁ Κηφισσός, ποιὸς θὰ προασπίσῃ τὴν κοίτην των ἀπὸ τὴν ἐξαφάνισιν! Ὁ Κολωνός! καὶ ἔπειτα τὰ περίχωρα, τὸ Δαφνί, ἡ Καισαριανὴ καὶ τόσα ἄλλα.
Τὸ Δαφνὶ ἀρχίζει νὰ χάνῃ τὸ ταπεινὸν καὶ ἥσυχον περιβάλλον του τὸ τόσον ἁρμόζον πρὸς τὸ Μεσαιωνικὸν αὐτοῦ μνημεῖον. Μπὰρ καὶ Ντάνσιγκ ἀνοίγουν τώρα ἐκεῖ ὅπου δὲν ἦσαν πρὶν παρὰ τὰ ταπεινὰ χάνια τοῦ λαοῦ ποὺ ὄχι μόνον δὲν ἔβλαπταν τὸ μέρος μὰ συνετέλουν νὰ τοῦ δώσουν καὶ κάποιαν κίνησιν τοπικῆς ζωῆς ποὺ δὲν ἐστερεῖτο χαρακτῆρος.
Καὶ ὅμως εἰς περιστάσεις ἀναλόγους πρὸς αὐτὴν ἐδῶ δὲν θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ἐθεσπίζοντο μερικοὶ κανονισμοί; Νὰ ὡρίζετο λ.χ. μία ὡρισμένη ἀκτὶς γύρω ἀπὸ τὰ μνημεῖα, ἐντὸς τῆς ὁποίας ἡ ἀνέγερσις οἰκοδομῶν θὰ ἦτο ἀπηγορευμένη ἢ θὰ ὑπείγετο εἰς ὡρισμένας αἰσθητικὰς διατάξεις; Δὲν θὰ ἦτο δυνατὸν εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ Δαφνιοῦ νὰ ἐθεσπίζετο ὅτι αἱ ἐγκαταστάσεις νὰ εἶνε πρόχειροι, ξύλινοι λ.χ. εἰς ὡρισμένην ἀπόστασιν ἀπὸ τὸ μνημεῖον, ἀνάμεσα εἰς τὰ δένδρα τοῦ πευκῶνος;
Εἰς τὴν Ἐλευσῖνα, δὲν ἦτο χρέος μας νὰ διαφυλάξωμεν εἰς τὰς ἀρχαιότητας περιβάλλον ἁρμοδιώτερον πρὸς τὴν καλλιτεχνικὴν καὶ ἱστορικὴν σημασίαν των; Ἀλλ' ἡ Ἀρχαιολογικὴ ὑπηρεσία τοῦ τόπου μας κλίνει εἰς τὸ νὰ θεωρῇ τὰ μνημεῖα καθ' ἑαυτὰ καὶ προσπαθεῖ νὰ τὰ διαφυλάξῃ ἀδιαφοροῦσα διὰ τὸ τί γίνεται γύρω των. Καὶ τὰ διαφύλαξε ἄραγε πάντοτε; Πῶς κατεστράφησαν τὰ Κιμώνεια τείχη τοῦ Πειραιῶς; Τί ἐχέγγυα ἔχομεν δι' ὅ,τι ἀκόμη σώζεται σήμερον ἀπ' αὐτά; Διατί αὐτὴ ἄφησε νὰ ἐπιχωθῇ εἰς τὴν λεγομένην Λάκκαν τοῦ Βάβουλα εἰς τὸν Πειραιᾶ ὁλόκληρον μέρος τῆς ἀρχαίας πόλεως Πειραιῶς, ποὺ μαζὶ μὲ τὴν Πριήνην ἦσαν αἱ πρῶται πόλεις αἱ χαραγμέναι ἐπάνω εἰς ὡρισμένον σχέδιον, καὶ ἐξηφανίσθη ἔτσι ἕνα ἔδαφος γεμᾶτο κίνησιν καὶ μαζὶ ἓν ἀξιόλογον ἀρχιτεκτονικὸν μνημεῖον. Ἡ Πύλη τοῦ Ἑνετικοῦ κάστρου τῆς Χαλκίδος κατεστράφη κατὰ τὴν κατασκευὴν τῆς σιδηρᾶς γεφύρας τοῦ Εὐρίπου ἐνῷ ἦτο εὐκολώτατον νὰ κατεδαφισθῇ πέτρα πρὸς πέτρα καὶ ν' ἀνεγερθῇ ἐκ νέου εἰς ἄλλο μέρος τῆς πόλεως, ὥστε νὰ μὴ στερηθῇ ἡ πόλις χωρὶς λόγον ἑνὸς καλλιτεχνικοῦ στολίσματος μαζὶ καὶ μιᾶς σελίδος τῆς ἱστορίας της.
Ἂν ἐπίσης λυπούμεθα διὰ τὴν καταστροφὴν τῶν τειχῶν τῆς Χαλκίδος, τῆς Χίου καὶ τῆς Μυτιλήνης, δὲν εἶνε μόνον διὰ τὴν ἀπώλειαν πλαστικῶν μορφῶν ζωῆς τοῦ περασμένου τὰς ὁποίας γνωρίζομεν ὅτι ἡ καλαισθησία τοῦ παρόντος εἶνε ἀδύνατον ν' ἀντικαταστήσῃ μὲ νέας ἰδικάς της, ἀλλὰ διότι γνωρίζομεν ὅτι αὐτὴ ἡ ἀπώλεια δὲν ἐπεβάλλετο ἀναντιρρήτως ἀπὸ τὴν ἀνάγκην τοῦ παρόντος, ἀλλὰ προήρχετο τὰς περισσοτέρας φορὰς ἀπὸ διπλῆν ἄγνοιαν, ἀπὸ ἐσφαλμένας ἀντιλήψεις δηλ. τῆς ἀνάγκης αὐτῆς καὶ ἀπὸ ἀναισθησίαν πρὸς τὴν καλλιτεχνικὴν καὶ ἱστορικὴν σημασίαν των.
Μ' ἄλλους λόγους εἰς τὰς περιπτώσεις ποὺ ἀνεφέραμεν, ὁ Πειραιεῦς, ἡ Χαλκίς, ἡ Χῖος καὶ ἡ Μυτιλήνη δὲν ἔχασαν μόνον ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴν ἱστορίαν των καὶ ἕνα καλλιτεχνικὸν μνημεῖον ποὺ τὸ παρελθὸν τοὺς εἶχε κληροδοτήσῃ, ἀλλὰ καὶ κάτι χρήσιμον καὶ ἐξυπηρετικὸν τῆς παρούσης των εὐζωίας.
Ἕνας ἀληθινὸς Ἀρχιτέκτων εἰς τί θαυμασίους περιπάτους θὰ ἠδύνατο νὰ μεταβάλῃ τὰ τείχη αὐτά!
Μένει ἀκόμα κάτι ἄλλο νὰ προασπίσωμεν. Ἡ Λαϊκή μας Ἀρχιτεκτονική.
Εἶνε παρήγορον σημεῖον, μέσα εἰς μίαν κατάστασιν ὅπου ὁ πραγματικὸς πόθος τέχνης ἔχει καταπνιγεῖ μέσα εἰς τὸ ἐπαγγελματικὸν συμφέρον, πόσον τὸ γεγονὸς ὅτι τώρα τελευταῖα εἰς τὸν τόπον μας ἤρχισε νὰ γεννᾶται ἕνα θερμὸν ἐνδιαφέρον διὰ τὴν μελέτην τῆς λαϊκῆς μας τέχνης. Μία προσπάθεια καταβάλλεται νὰ γνωρίσωμεν μὲ ἐκθέσεις, μὲ μελέτας τὸ ἄμεσον παρελθόν μας. Δὲν ἐξετάζω τὸ βάθος τῆς προσπαθείας αὐτῆς. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ καταβαλλομένη ἐργασία ἀποτελεῖ τὸν δρόμον ποὺ ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ μᾶς φέρῃ εἰς τὸ βάθος αὐτό. Μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴν χαιρετίζομεν ἐδῶ τὴν ἀπαρχὴν μιᾶς ὡραίας προσπαθείας εἰς τὴν ὁποίαν βλέπομεν μὲ συγκίνησιν νὰ λαμβάνουν μέρος –ὄχι δευτερεῦον– καὶ αἱ Ἑλληνίδες.
Ἡ Πολιτεία ὀφείλει νὰ ἐνισχύσῃ τὴν προσπάθειαν αὐτήν. Εἶνε καιρὸς νὰ πράξῃ διὰ τὴν Λαϊκὴν τέχνην τοὐλάχιστον ὅ,τι πράττει ἤδη ὑπὸ τὰς ἐμπνεύσεις τοῦ μεγάλου Ν. Πολίτη διὰ τὴν μελέτην τῶν ἄλλων καλλιτεχνικῶν ἐκδηλώσεων τοῦ Ἑλλ. Λαοῦ, τῆς ποιήσεως, τῶν παραδόσεων καὶ τῶν ἐθίμων.
Τὸ ὑλικὸν εἶνε ἀπέραντον. Αἱ προσπάθειαι τῶν ἀτόμων δὲν ἐπαρκοῦν. Τὰ μνημεῖα ἀφ' ἑτέρου τῆς Λαϊκῆς τέχνης ὥρα μὲ τὴν ὥρα ἐκλείπουν. Οἱ καιροὶ οὐ μενετοί.
Ποία εἶνε ἡ σημασία τῆς περισυλλογῆς καὶ ἐκδόσεως τοῦ ὑλικοῦ τούτου ἀπὸ πάσης ἀπόψεως, εἶνε νομίζω περιττὸν νὰ εἴπωμεν.
Εἰς τὰς μορφὰς τῆς Λαϊκῆς τέχνης θὰ ἴδωμεν τὴν ἀπόλυτον ἀλήθειαν· τὴν ἀλήθειαν ποὺ κρύβεται κάτω ἀπὸ κάθε ἀληθινὴν τέχνην. Θὰ γνωρίσωμεν καλλίτερα τὸν ἰδικόν μας ἐσωτερικὸν κόσμον. Θὰ μᾶς ἀποκαλυφθῇ ἡ ἑνότης τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἕως σήμερον.
Ὅταν θὰ γνωρίσωμεν πραγματικὰ τὴν λαϊκήν μας τέχνην καὶ τὴν ἀγαπήσωμεν θὰ εὕρωμεν μέσα μας τὴν θέλησιν νὰ τὴν ὑπερασπίσωμεν ἀπὸ τὰς προσβολὰς τοῦ ψεύδους. Ἡ θέλησις αὐτὴ θ' ἀνεύρῃ τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους θὰ τὸ κάμωμεν.
Εἶνε ἀπαραίτητον, εἶνε ἐπεῖγον διὰ τὰ μέρη ὅπου ἡ Ἀρχιτεκτονικὴ αὐτὴ διατηρεῖται ἀκόμη, εἰς τὸ Πήλιον καὶ τὴν Ἄρταν, εἰς τὰ Νησιά, εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα νὰ θεσπίσωμεν τοὺς περιορισμοὺς ἐκείνους ποὺ θὰ θεωρήσωμεν ἀναγκαίους διὰ τὴν ὑπεράσπισιν τοῦ αὐτόχθονος χαρακτῆρος.
Τὸ σχέδιον ἑνὸς Ξενοδοχείου λ.χ. ἐπάνω εἰς τὸ Πήλιον, ἢ εἰς ἕνα Νησί, τοῦ Δημαρχείου ἢ τοῦ Σχολείου ἢ τοῦ Ὑποκαταστήματος μιᾶς Τραπέζης, ὀφείλει νὰ συνταχθῇ εἰς τὸν ρυθμὸν τοῦ τόπου διὰ τὸν ὁποῖον προορίζεται.
Νόμοι ποὺ θὰ καθώριζον ὅτι εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα, ἡ μίμησις λ.χ. τῶν ξενικῶν ρυθμῶν ἀπαγορεύεται, ὅτι αἱ ἐπικλινεῖς στέγαι χαρακτηριστικαὶ ἄλλων κλιμάτων ἀποκλείονται κ.τ.λ., εἶνε νομίζω ἀναγκαῖοι καὶ δυνατοί.
Γνωρίζω ὅτι οἱ περιορισμοί, τὰ ἀρνητικὰ μέτρα δὲν γεννοῦν ποτὲ τὴν πραγματικὴν ἀρετὴν καὶ τὴν δημιουργικότητα.
Γνωρίζω ἐπίσης ὅτι ἡ μίμησις τῆς Λαϊκῆς τέχνης δὲν ἀρκεῖ διὰ νὰ γεννήσῃ τὴν ἀλήθειαν.
Εἶνε ἐπίσης ἀναντίρρητον ὅτι ἓν ἔργον νοημένον σύμφωνα μὲ τοὺς ἰδίως πλαστικοὺς νόμους τῶν σχημάτων καὶ τοῦ φωτός, λογικὸν ὡς πρὸς τὰς ἀνάγκας καὶ τὸ ὑλικὸν «τοποθετημένον» ὄχι μόνον εἰς τὴν «φυσικὴν» ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν ψυχικὴν ἀτμοσφαῖραν μας, εἶνε Ἑλληνικόν.
Εἶνε μία νέα μορφὴ Ἑλληνικὴ ἡ σωστὴ συνέχεια τῆς παραδόσεως καὶ ὄχι μίμησις παρωχημένων μορφῶν.
Ἀλλ' ἕως ὅτου γίνωμεν ἱκανοὶ διὰ τοιαῦτα ἔργα ἂς δεχθῶμεν τοὺς περιορισμοὺς ποὺ θὰ περιορίσουν τὰς ὑπερβασίας τῆς ἀμαθείας καὶ ἰδίως εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα ὅπου ἡ λαϊκὴ παράδοσις ὑφισταμένη καθιστᾶ τὴν ἀνάγκην τῶν περιορισμῶν αὐτῶν ἐπιτακτικωτέραν.
Ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῆς ἀπελευθερώσεώς μας ποία εἶνε ἡ ἐξέλιξις τῆς Ἀρχιτεκτονικῆς μας; Ποῖαι αἱ πρόοδοί μας;
Μία γενεὰ ἠκολούθησε, κατ' ἐπίδρασιν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἀρχιτεκτονικῆς τῆς ἐποχῆς της, τὸν ψευδοκλασσικὸν δρόμον. Γνωρίζομεν ποῦ ἠδύνατο νὰ μᾶς ὁδήγησῃ ὁ δρόμος αὐτός. Τί ἠδύνατο νὰ μᾶς δώσῃ.
Μᾶς ἄφησε μολαταῦτα ἔργα σεμνά. Μελετημένα εἰς τὴν μορφήν (Πολυτεχνεῖον Καυταντζόγλου, Μέγαρον Ἀγγλ. Πρεσβείας Κλεάνθη κ.ἄ. διὰ νὰ μιλήσω μόνον διὰ τοὺς ἰδικούς μας). Ἕνας Ἀττικισμὸς ὅπως εἰς τὴν γλῶσσαν. Τάσις ψευδὴς κατὰ τὴν βάσιν. Σεβαστὴ ὅμως διὰ τὴν ἁγνότητα τῶν προθέσεων καὶ διὰ τὴν καλλιτεχνικὴν εὐσυνειδησίαν καὶ τιμιότητα.
Ἔκτοτε τὸ κλασσικὸν διεδέχθη τὸ μεσαιωνικόν. Τὸ ἀποτέλεσμα τὸ ἴδιον. Ἡ βάσις εἶνε ἐσφαλμένη. Ἀπείρως μάλιστα κατώτερον. Ἦτο φυσικόν. Ὁ ἀρχόμενος Βιομηχανισμός, ὁ αὔξων ἐπαγγελματικὸς ἀνταγωνισμὸς καὶ ἐπιστήμη καὶ τέχνη εἶνε πράγματα ἀσυνδιάλλακτα.
Ὁ συγχρονισμός; Εἰσαγωγὴ ξενικῶν μορφῶν. Παρακολούθησις τῆς μόδας! Louis XV καὶ Louis XVI μέσα εἰς τὴν Πλάκαν! Γερμανισμὸς εἰς ὅλους μας τοὺς δρόμους.
Ἡ τελευταία λέξις. Αἱ τάσεις τῆς ἐκθέσεως τῶν διακοσμητικῶν τεχνῶν τῶν Παρισίων εἰς τὰς Ἀθήνας καὶ εἰς τὰς ἐξοχάς μας!
Μέσα εἰς τὴν πόλιν ἡ σύγκρισις γίνεται μεταξὺ τῶν ἰδίων μας ἔργων. Εἰς τὴν φύσιν τὸ κριτήριον γίνεται αὐτὴ ἡ ἰδία μὲ τὴν γραμμήν της, μὲ τὸν οὐρανόν της. Ἐδῶ ἡ σύγκρισις εἶνε ἀλάνθαστος. Ὁ δικαστὴς ἀδέκαστος. Ἡ ποινὴ εἶνε ἡ καταδίκη. Τὸ ἑλληνικὸν τοπεῖον ἀγνοούμενον ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας. Καὶ ὅμως ὁ τελευταῖος τῶν ξένων –Ἀρχιτέκτων ἢ Ζωγράφος ἢ συγγραφεύς– ἔχει τοῦ Ἑλληνικοῦ τοπείου μίαν ἔννοιαν ὁπωσδήποτε. Τὴν εἶχεν ὁ Klenze καὶ οἱ ρωμαντικοὶ ζωγράφοι τῆς ἐποχῆς του. Καὶ οἱ Γάλλοι Ἀρχιτέκτονες δείχνουν ὅταν κάμνουν τὰς ἀναπαραστάσεις τῶν ἀρχαίων μνημείων πὼς ἡ συγκίνησι αὐτὴ δὲν τοὺς λείπει. Κύτταξε: Nicod (Ἀναπαράστασις τῆς Ἀκροπόλεως), Hulot (Συρακοῦσαι), Bonnet (Πριήνη) καὶ ἄλλους· ἀδιάφορον ἂν αὐτὸ τὸ αἴσθημα ποὺ ὁδήγησε τοὺς καλλιτέχνας αὐτοὺς ἔχει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἕνα ὕφος ρωμαντικόν. Πάλιν ὁ ρωμαντισμὸς αὐτὸς ἀξίζει περισσότερον ἀπὸ τὴν ἰδικήν μας παντελῆ ἔλλειψιν αἰσθήματος. Φάληρα, Γλυφάδα, Ψυχικό, Καστρί, Ἐκάλη, στὰ βουνὰ καὶ σ' ὅλα μας τὰ ἀκρογιάλια, δὲν θὰ βρῇς μιὰ κἂν γραμμὴν ποὺ νὰ ὁλοκληρώσῃ τὸ τοπεῖον. Ἡ προσπάθεια αὐτὴ εἶνε πρᾶγμα ἄγνωστον. Ἡ «τελευταία ἀνάλυση τοῦ ἔργου» ποὺ τὴν ἐπεχείρησεν ὁ μεγάλος Rodin ἐπάνω εἰς τὸ ἄγαλμα (Μπαλζάκ) διὰ νὰ τὸ ἑνώσῃ μὲ τὴν ἀτμοσφαῖραν του γύρω, μὲ τὸ φόντο του! Οὔτε αὐτὴ ἡ προσπάθεια νὰ τοποθετηθῇ τὸ ἔργον μέσα εἰς τὸν φυσικόν του κόσμον. Οὔτε ἡ ἄλλη προσπάθεια νὰ τοποθετηθῇ εἰς τὸν «ἐξωτερικὸν» κόσμον τοῦ Ἕλληνος, ἴσως διότι αὐτὸς δὲν ὑπάρχει πλέον! Μορφαὶ ἀτομικαί, ἀνταποκρινόμεναι εἰς τὰ αὐθαίρετα γοῦστα τῶν ἀτόμων. Πουθενὰ ἡ γενικὴ μορφὴ ποὺ κλείνει μέσα της ὅλους τοὺς ἄλλους. Ἡ ψυχή, «ψυχὲς» ὅλη-ὅλη γεμάτη! τοῦ Σολωμοῦ! Ὀλίγον ἀκόμα καὶ ὅπως ἐκεῖνος ἔκλαιε ὅτι δὲν ἐσώζετο «φωνὴ ἀνθρώπου νὰ ξανακάνῃ στὴ γλῶσσά μας ὅρκο» ἔτσι κι ἐμεῖς θὰ κλαῖμε ὅτι δὲν εὑρίσκεται «γραμμὴ» καμμιὰ διὰ νὰ ἰδοῦμε μέσα της τὸν ἑαυτόν μας!
Ἂν ἡ κάτοψις εἶνε ἡ γενικωτέρα [ἔκφανσις], νὰ ποῦμε, τοῦ κτιρίου, ἄλλο τόσον τὸ ρυμοτομικὸν σχέδιον μιᾶς πόλεως, ἑνὸς χωρίου, ἑνὸς συνοικισμοῦ κυριαρχεῖ ἀπόλυτα τὴν ἀρχιτεκτονικὴν ποὺ μέλλει νὰ ἱδρυθῇ ἐπ' αὐτοῦ. Αἱ γραμμαὶ τοῦ ρυμοτομικοῦ σχεδίου εἶνε αἱ γενικώτεραι συνθετικαὶ γραμμαὶ τῆς ἀρχιτεκτονικῆς αὐτῆς.
Ἡ σύνθεσις τοῦ βασικοῦ τούτου σχεδίου εἶνε ἀντικείμενον τῆς πλέον εὐσυνειδήτου ἐπιστημονικῆς ἀναλύσεως τῶν δεδομένων τοῦ προβλήματος, μαζὺ καὶ τῆς βαθυτέρας πλαστικῆς αἰσθήσεως, καὶ γνώσεως (ἔδαφος, πρακτικὴ κ.λπ.).
Καὶ ἡ ὑψηλὴ αὐτὴ ἐργασία θεωρεῖται εἰς τὸν τόπον μας ὄχι μόνον χωρὶς κανεὶς ἀπὸ ἡμᾶς νὰ διαμαρτύρεται, ὄχι μόνον χωρὶς κανεὶς νόμος νὰ γίνεται ἐμπόδιον πρὸς τοῦτο ἀλλὰ τοὐναντίον ὑπὸ τὴν τυπικὴν ἔγκρισιν τῆς ἐπισήμου ὑπηρεσίας, ἡ ἐργασία αὐτὴ θεωρεῖται νομίμως καὶ δικαιωματικῶς δυναμένη νὰ ἐμπιστευθῇ εἰς τὰ χέρια τῶν ἀπὸ τῆς ἀπόψεως αὐτῆς ἀμαθῶν τοπογράφων μηχανικῶν καὶ ἀξιωματικῶν. Δὲν εἶνε δὲ ἀσύνηθες εἰς τὸν τόπον μας ἡ τοπογράφησις μιᾶς πόλεως ἀλλὰ καὶ ἡ σύνταξις τοῦ σχεδίου τῆς ρυμοτομήσεώς της ν' ἀνατίθεται ὁμοῦ κατόπιν μειοδοτικοῦ συναγωνισμοῦ (!) εἰς ἀνιδέους τοπογράφους. Αἱ ἀγγελίαι αἱ δημοσιευόμεναι εἰς τὰς ἐφημερίδας ὑπὸ τῶν δήμων καὶ κοινοτήτων ἀποδεικνύουν καθημερινῶς τὴν ἐπίσημον αὐτὴν σύγχυσιν δύο ἐργασιῶν ἄκρως διαφόρων.
Τὸ παρελθόν, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον τῶν χωρίων καὶ τῶν πόλεων εὑρίσκονται οὕτω ἕρμαιον εἰς τὰς χεῖρας τῆς ἀμαθείας.
Τὸ παρελθόν, αἱ γραφικότητές του, τὰ χαρακτηριστικά του σημεῖα, ἱστορικῶς, καλλιτεχνικῶς, δὲν εὑρίσκουν βεβαίως εἰς τὰ μάτια τῶν ἐπιστημόνων αὐτῶν κανένα σεβασμόν. Θὰ ἦτο πολύ.
Τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον καταδικάζεται εἰς τὴν ὁμοιομορφίαν ἑνὸς ἠλιθίου πληκτικοῦ τετραγωνισμοῦ τῶν πάντων, παρὰ πάντα νόμον ζωῆς, ἐπιστήμης, τέχνης. Καὶ καταδικάζονται διὰ πολλὰς γενεάς, ἐσαεί.
Ἡ Αἴγινα, ἡ Σαλαμίς, τὰ χωρία τῆς Ἀττικῆς, γιὰ νὰ μιλήσω μόνον γιὰ ὅ,τι ξεύρω, ἀπειλοῦνται ἄμεσα ἀπὸ τὴν καταστροφήν.
Εἶνε ἀλήθεια ὅτι πολλοὶ συνοικισμοὶ ἐχαράχθησαν ἀπὸ ἀρχιτέκτονας ἢ ἀπὸ τὰς ὑπηρεσίας οἰκοδομικῶν ἑταιριῶν. Ἀλλὰ μήπως καὶ ἐδῶ διαβλέπεις ἀρχὰς ἐπιστημονικὰς ἢ ἀρχὰς πλαστικάς; Ἢ μόνον μίμησιν καὶ ἀστόχαστον δεξιοτεχνίαν;
Οὔτε μιᾶς ρυμοτομίας, οὔτε μιᾶς πλατείας ἢ ἑνὸς πάρκου ἢ κήπου ἔχομεν σχηματίσει μίαν ἔννοιαν Ἑλληνικήν. Χωρὶς καμμίαν ἐσωτερικὴν ἀντίστασιν δεχόμεθα μέσα μας εἰκόνας ἑτοίμους, ποὺ ὁ Ἀγγλικὸς καὶ ὁ Γαλλικὸς πολιτισμὸς ἐμόρφωσαν. Ἀκατανόητοι καὶ μυστηριώδεις ἀντιλήψεις ἐπικρατοῦν ὡς πρὸς τὰ δένδρα τῶν πάρκων μας. Σύμφωνα μ' αὐτὲς ἡ Ἰαπωνικὴ πιπεριά, τὸ Γερμανικὸ πεῦκο, ἡ Μεξικανικὴ Ἀγαύη, ὁ Αἰγυπτιακὸς Φοῖνιξ, ὁ εὐκάλυπτος εἶνε τὰ δένδρα ποὺ ἀπεδείχθησαν τὰ καταλληλότερα διὰ τὴν Ἑλληνικὴν γῆν!!!
Μάταια θὰ ζητήσῃς καὶ ἐδῶ τὸν ἑαυτόν μας (Καστρί, Ἐκάλη, Ψυχικό, Βούλα, Βουλιαγμένη κ.ἄ.). Τὸ τελευταῖον τοπεῖον ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικώτερα τί καταστροφὴ τὸ περιμένει!
Ἐὰν ἄφισα εἰς τὸ τέλος τὴν καταστροφὴν αὐτὴν ποὺ γίνεται εἰς τὴν Ἀρχιτεκτονικήν μας ἀπὸ τὴν ἀνεπιστημονικότητα ἢ τὴν ἔλλειψιν καλλιτεχνικῶν ἀρχῶν εἰς τὴν χάραξιν ρυμοτομικῶν σχεδίων, τοῦτο τὸ ἔκαμα διότι θεωρῶ τὴν καταστροφὴν αὐτὴν τὴν βασικωτέραν ἢ πλέον θεμελιακήν. Εἶνε ἐπίσης ἡ χρονικῶς ἔχουσα τὴν μεγαλειτέραν βαρύτητα. Ἡ ζωὴ ἑνὸς ρυμοτομικοῦ σχεδίου εἶνε ἀπείρως μακροτέρα τῆς ζωῆς ἑνὸς ἀρχιτεκτονικοῦ ἔργου. Αἱ συνέπειαί των βαρύνουσιν ἐπὶ αἰῶνας. Περιττὸν νὰ ὁμιλήσω ἐπὶ τῶν συνεπειῶν τῆς μὴ ἐφαρμογῆς τοῦ ἀρχικοῦ σχεδίου τῶν Ἀθηνῶν τοῦ ἐκπονηθέντος ὑπὸ τῶν Βαυαρῶν καὶ τοῦ ἰδικοῦ μας Κλεάνθους. Ὁ καθεὶς εἶνε εἰς θέσιν νὰ τὰς κρίνῃ. Τὸ λυπηρὸν εἶνε ὅτι ἔκτοτε ἡ αἴσθησίς μας εἰς τὰ ζητήματα αὐτὰ δὲν ἀνῆλθεν οὔτε μίαν βαθμίδα. Ἀλλ' ἐπίσης καὶ δι' ἕνα ἄλλον λόγον.
Ἡ ἔκτασις νὰ ποῦμε τῆς ἐπιστημονικῆς ἀναλύσεως τῶν δεδομένων ἑνὸς ρυμοτομικοῦ προβλήματος εἶνε μεγίστη. Δὲν ὁμιλῶ διὰ «πλαστικὰς» ἀρχὰς καὶ δι' αὐτὸ νομίζω ὅτι ἡ δυνατότης ἐφαρμογῆς κανονισμῶν διεπόντων τὴν ρυμοτόμησιν τῶν πόλεών μας ἀπὸ ἐπιστημονικῆς ἀπόψεως εἶνε μεγαλυτέρα ἢ δι' ἄλλα ζητήματα καθαρᾶς νὰ ποῦμε πλαστικῆς αἰσθήσεως (ὅπως εἶνε ὁ ρυθμὸς τῆς ἀρχιτεκτονικῆς).
Ἡ μελέτη αὐτὴ δὲν ἐπάσχισε νὰ συστηματοποιήσῃ τὰ προβλήματα τὰ ὁποῖα θίγει. Δὲν ἐπέμεινεν ἀκόμη εἰς τὸ νὰ προτείνῃ συγκεκριμένα μέτρα, ποὺ νὰ περιορίζουν ἢ θεραπεύουν τὸ κακόν. Ὑπέδειξε μόνον τὴν ἀνάγκην των, τὴν δυνατότητά των ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ πρὸ παντὸς τὴν ἀνάγκην τῆς δικαιωματικῆς διαχειρίσεως τοιούτων ζητημάτων μόνον ἀπὸ τοὺς κεκτημένους πραγματικὰ δικαιώματα πρὸς τοῦτο.
Θεωρῶ ἀναγκαῖον ὅπως μία συστηματικωτέρα ἐργασία ἐπὶ τῶν ζητημάτων αὐτῶν στηριχθῇ ἐπὶ τῆς συνεργασίας πολλῶν. Ὁ σκοπὸς ἐδῶ ἦτο μᾶλλον νὰ ζωγραφισθῇ καὶ νὰ συγκεφαλαιωθῇ μία κατάστασις. Ὅπως εἰς τὴν ζωήν μας ἔτσι καὶ ἐδῶ, ἡ συγκεφαλαίωσις αὐτὴ δυνατὸν νὰ μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς ἕνα βαθύτερον «γνῶθι σ' αὐτόν».
Εἶνε αὐτὸ προϋπόθεσις ἀναγκαία διὰ τὴν ἐπιδίωξιν τῆς θεραπείας τῶν κακῶς κειμένων.
ἈΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΚΑΙ ἈΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗΝ ἘΞΟΥΣΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΚΑΛΑΙΣΘΗΣΙΑΣ
Ζαχαρίας Παπαντωνίου
Παράρτημα
Οἱ ανθρώπινες βαρβαρότητες ἐναντίον τῆς μορφῆς τῶν Ἀθηνῶν, βαρβαρότητες απὸ τὸ κράτος, απὸ ἰδιῶτες, απὸ ἑταιρεῖες, απὸ τὸν καθένα ποὺ διαθέτει λίγη πέτρα, εἶνε καιρὸς νὰ ξυπνήσουν στοὺς λίγους Ἀθηναίους (ὁ Μωρεὰς θεωροῦσεν ‘Ἀθηναίους’ μιὰ κατηγορία λεπταισθήτων ανθρώπων ἔστω κι' ἂν ἦσαν απὸ τὴν Κίνα) τὸ πνεῦμα τῆς πόλεως ἢ καλλίτερα τὸ πάθος τῆς πόλεως. Ἂς σώσωμε τὴν πρωτεύουσα. Ἐξ αἰτίας τῆς αναισχυντίας στὴν ὁποίαν ὡδήγησε ἡ ανάγκη νὰ κατέχωμε οἰκόπεδα σ' αὐτὸ τὸν ἱερὸ καὶ δυστυχισμένο χῶρο, ἐπρότεινα ἐδῶ καὶ λίγον καιρὸ στὴν ἐφημερίδα ‘Ἐλεύθερο Βῆμα’ νὰ νομοθετηθῇ μιὰ Ἐξουσία Δημοσίας Καλαισθησίας, ανώτατο συμβούλιο απὸ αρχαιολόγους, καλλιτέχνες, ἱστορικοὺς καὶ αρχιτέκτονες, ἐξουσιοδοτημένο νὰ ἐπιτρέπει ἢ νὰ απαγορεύει κάθε τι ποὺ ἐπηρεάζει τὴ μορφὴ τῆς πόλεως. Οἰκοδομαὶ καὶ μνημεῖα, διαρρυθμίσεις δρόμων, κήπων, βράχων, τὸ σημαντικὸ ἢ τὸ ἐλάχιστο, αρκεῖ νὰ σχετίζεται μὲ τὴν ὄψη τῶν Ἀθηνῶν –καὶ τί εἶν' ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἐπηρεάζει τὴ μορφὴ τῆς πόλεως– θὰ κρίνωνται απὸ ἕνα ἁρμόδιο σῶμα καὶ ἁπλούστατα δὲ θὰ γίνωνται, ἂν δὲν πρέπει νὰ γίνουν. Τὴ μορφὴ τῆς πόλεως θὰ τὴν ἐξουσιάζει τότε ἕνα Συμβούλιο. Τώρα τὸ δημόσιο καὶ αἰώνιο αὐτὸ πρᾶγμα, αὐτὴ τὴν ἰδέα, τὴν ἐξουσιάζει κάθε ἄνθρωπος – καὶ τὴν ἐξευτελίζει μόλις τοῦ ἔρθει στὸ μυαλὸ νὰ ὑψώσῃ τὸ ντεπόζιτό του, τὸν κουμπέ του ἢ τὸ φοῦρνο του – αναισχυντίες γιὰ τὶς ὁποῖες τὸ ἑλληνικὸ κράτος ἔδωσεν απόλυτη ἐλευθερία. Ἐφτάσαμεν ἔτσι στὴ σημερινὴ ἐποχὴ ὅπου ἡ ανάγκη κατοικιῶν, ἡ μανία τῆς κίνητης ἰδιοκτησίας, ἡ εὐκολία τοῦ τσιμέντου κι' ἡ χονδροκοπιὰ ἡ τόσο κυρίαρχη σήμερα, γέμισαν τὴν πρωτεύουσα πὸ στούμπους καὶ παλούκια καὶ δημιούργησαν γιὰ τοὺς καλαίσθητους ανθρώπους πανικό.
Εἶνε χαρακτηριστικὸ πὼς μέσα στὸ ἐπιτελεῖο κι' αὐτοῦ ακόμη τοῦ Τρικούπη δὲ βρέθηκαν ἄνθρωποι μὲ καλαισθητικὲς ἰδέες ὥστε νὰ τοῦ ὑποβάλουν μέτρα γιὰ νὰ σώσουν τὴ μορφὴ τῆς πόλεως. Εἶνε τουλάχιστον γεγονὸς πὼς στὴν πρωθυπουργία τοῦ δυνατότερου τότε πολιτικοῦ φαγώθηκαν απὸ τὰ φουρνέλα λόφοι ἱστορικῆς καὶ αἰσθητικῆς αξίας. Μόλις ὅταν ἔδυσε ὁ Τρικούπης (1896), ἕνας απὸ τοὺς σκεπτόμενους νθρώπους ποὺ τὸν τριγύριζαν, ὁ μόνος ἴσως τοῦ ἐπιτελείου του, ἐμίλησε γιὰ τέτοιες πολυτέλειες – ὁ μακαρίτης αξιωματικὸς τοῦ μηχανικοῦ Πέτρος Λυκούδης. Σὲ μιὰ διαμαρτυρία του στὸ ‘Ἄστυ’, γιὰ τὴν ταραξία τοῦ κράτους στὸ ζήτημα τῆς καταστροφῆς τῶν λόφων, ὁ Λυκούδης ὑπενθύμισε πόσο πρόσεχαν τὰ λεπτὰ αὐτὰ ζητήματα οἱ αρχαῖοι, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπέτρεψαν λατομεῖα κοντὰ στὶς πόλεις, κι' ὅταν χρειάστηκαν γιὰ τὸν Παρθενώνα καὶ ἄλλα κτίρια Πειραϊκὸ λίθο, ἔσκαψαν γιὰ νὰ τὸν λατομήσουν τάφρο μακρυὰ καὶ στενὴ πρὸς τὴν διεύθυνση τῆς κορυφογραμμῆς τῆς Πειραϊκῆς Χερσονήσου, γιὰ νὰ μὴ φαίνωνται οἱ πληγὲς τῆς γῆς παὸ τὴν πόλη καὶ τὸ λιμένα. Ἀποτέλεσμα τῆς κραυγῆς αὐτῆς ἦταν νὰ ψηφισθῇ ἕνας νόμος τοῦ 1896 ποὺ απαγόρευε τὴ λατομία στὴν περιοχὴ τῶν Ἀθηνῶν καὶ τοῦ Πειραιῶς χωρὶς νὰ γνωμοδοτήσει ἕνα συμβούλιο τριῶν αρχαιολόγων καὶ νὰ δώσει τὴν ἄδεια ὁ ὑπουργὸς τῶν Ἐσωτερικῶν. Ἀλλὰ αρκετοὶ λόφοι ὣς τότε εἶχαν καταστραφεῖ. Οἱ ὑπόλοιποι χάθηκαν μετὰ τὴν ψήφιση τοῦ νόμου. Τὸ βορεινὸ στήριγμα τοῦ Λυκαβηττοῦ – ὁλόκληρος τεράστιος βράχος – φανίστηκε πολὺ κατόπιν. Ὁ Σβορῶνος ἐφώναζεν ὣς τὰ τελευταῖα χρόνια γιὰ τὴν καταστροφὴ ἱστορικῶν λόφων. Τόσο συγκίνητο εἶνε τὸ κράτος γιὰ ὅ,τι δὲν ἐνδιαφέρει τὴν ασφάλεια καὶ τὴν παραγωγή. Στὸ μικρὸ ἐκεῖνο νόμο τοῦ 1896 βρίσκομε ὁπωσδήποτε τὴν πρώτη ἱστορικὴ συγκίνησι τῆς ἑλληνικῆς πολιτείας γιὰ τὸ αστάθμητο καὶ τὸ αόριστο ποὺ λέγεται καλαισθησία τῶν Ἀθηνῶν. Ἂν τὸ μέτρο ἦταν γενικότερο κι' ἔβαζε μερικοὺς οἰκοδομικοὺς περιορισμοὺς τουλάχιστον σὲ καίρια μέρη τῆς πόλεως, ἂν προστάτευε τὰ ἱστορικὰ κτίρια τοῦ ανθρώπου ἢ τὰ κτίρια τῆς φύσεως, ἂν ἐμπόδιζε τὴ μανία τοῦ ὕψους, ἂν απαγόρευε πύργους απέναντι στὸ Πανεπιστήμιο καὶ φούρνους δίπλα στὴν Ἀκαδημία, ἂν ἔσωζε τὴν κορυφὴ τοῦ Λυκαβηττοῦ απὸ τὴν ασχημία τῶν καμπαναρειῶν καὶ τῶν φρουρίων, θὰ ἔβαζε ασφαλῶς μερικὰ ὅρια στὴν ἑλληνικὴ βαρβαρότητα καὶ θὰ εἶχεν απὸ τότε ἐπιβάλει τὴν ἰδέα πὼς ἡ μορφὴ τῆς πόλεως εἶνε ανώτερη απὸ μᾶς καὶ διαρκέστερη απὸ τὴν ατομική μας μορφή. Ἀλλὰ αἰσθάνονταν ντροπή, καθὼς φαίνεται, μιὰ κυβέρνηση ν' απασχολήσῃ τὴ Βουλὴ μὲ τέτοιες ψιλοδουλειές. Σήμερα στὰ 1927 μιλοῦμε ακόμα γιὰ τὴν ανάγκη νὰ γίνῃ ἐξουσία Δημοσίας Καλαισθησίας, ἡ ὁποία δυστυχῶς λίγα πράγματα θὰ ἔχει πλέον νὰ σώσῃ, ἐπειδὴ οἱ μεγάλες καταστροφές, ὅπως αὐτὴ τοῦ Λυκαβηττοῦ, ἔγειναν πλέον ἢ ἔχουν αποφασιστεῖ, ἡ Ἀκαδημία καὶ τὸ Πανεπιστήμιον ἔχουν μασκαρευτῆ απὸ τὰ γειτονικὰ βαναυσουργήματα, καὶ μέρη τῆς πόλεως χώριστα απὸ τὴν νεοελληνικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἱστορία, ὅπως ἡ πλατεῖα Συντάγματος, ἔγειναν αγνώριστα.
Σὲ ὅλο τὸν κόσμο ἡ πλέον περίφρακτη πόλις σήμερα εἶνε ἡ πρωτεύουσα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τὰ χειρότερα πράγματα ποὺ εἶπε ἡ πέτρα, τὰ εἶπε στὰς Ἀθήνας καὶ τώρα τὰ φοβερώτερα ποὺ ἔχει νὰ πεῖ τὸ τσιμέντο θὰ τὰ πεῖ στὰς Ἀθήνας. Στὴν πόλη ποὺ ἐνδιαφέρει ὅλον τὸν κόσμο χτίζει ὁ καθένας ὅπου θέλει καὶ ὅπως θέλει ἤ, ἂν ἔχει κανένας λίγη ἐξουσία, καταφέρνει ὅ,τι θέλει. Γλυπτικὰ ἔργα πέφτουν στὴν πλατεία καὶ στοὺς Δημοσίους κήπους σὰν αερόλιθοι, χωρὶς νὰ ξέρωμε απὸ ποῦ ἦρθαν. Στὴν πλατεῖα Συντάγματος – σὲ θέση κριβῶς ποὺ ἦταν νὰ μπεῖ ἔργο ἰδεῶν καὶ ὁμαδικῶν συγκινήσεων – χώθηκεν ἕνα κατανόητο διακοσμητικὸ σύμπλεγμα γιὰ περιφερόμενους ἐπαρχιῶτες. Οἱ γωνιές, οἱ πλατεῖες αποτελοῦνται απὸ βάναυσα κι' απὸ μέτρια πράγματα, τὰ ὁποῖα θὰ διώξουν τοὺς χίλιες φορὲς ὠφελιμώτερους δημόσιους πάγκους καὶ θὰ ἐμποδίσουν χωρὶς λόγο τὴν αναπνοὴ τοῦ κόσμου. Ἂς προφτάσωμε νὰ σώσωμε ὅ,τι μπορεῖ κόμα νὰ σωθῇ. Πρέπει νὰ ἐπιβάλωμε διὰ νόμου τὴν ἱστορικὴ καὶ αἰσθητικὴ εὐθιξία ποὺ λείπει απὸ τοὺς πολλοὺς ἐμᾶς σ' ἕνα Συμβούλιο ἁρμοδίων προσώπων ἐφοδιασμένο μὲ πραγματικὴ δικαιοδοσία, ἱκανὸ νὰ δημιουργήσει στοὺς Ἕλληνες μὲ τὰ ἔργα του τὸ πνεῦμα πόλεως, τὸ πάθος τῆς καλαίσθητης μορφῆς. Μιᾶς τέτοιας ἐξουσίας ἡ δικαιοδοσία θὰ ἔφτανε μακρύτερα απὸ τὴν πόλι, στὰ τοπεῖα (τῆς Ἀττικῆς τουλάχιστον) καὶ θὰ μᾶς εἶχε σώσει απὸ τὸ αἰσχρὸ θέαμα ποὺ παρουσιάζουν γιὰ τὸν πολιτισμόν μας σήμερα δάση σφαγμένων πεύκων στὰ πρόθυρα τῆς πόλεως. Εἶνε καὶ τὰ δέντρα μνημεῖα ὅπως εἶνε καὶ ἔργα δημοσίας ὠφελείας. Ποιὸ κράτος τοῦ κόσμου παρουσιάζει αὐτὸ τὸ φριχτὸ κρεοπωλεῖο τῶν σφαγμένων πεύκων; Ἡ ‘ρητίνευσις’ γίνεται σ' ὅλον τὸν κόσμον κατὰ ἕναν ὡρισμένο τρόπο, εὐπρεπῆ καὶ προστατευτικὸ τοῦ δένδρου. Ἐδῶ, στὰ πρόθυρα τῆς Ἀθήνας, ἕνας περίπατος γιὰ τὸν ξένον ποὺ περνᾶ μέσα απὸ δάση ὁλόκληρα σακατεμένα εἶνε ὀδύνη. Στὴν Ἀμερικὴ ἔχουν περιφράξει ὁλόκληρες ἐκτάσεις δασῶν, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ διατηρήσουν τὴ μορφή των καὶ νὰ τὰ σώσουν απὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἔξω απὸ τὴν πρωτεύουσα τοῦ ἑλληνισμοῦ καταστρέφομε πενήντα ἐτῶν δάση καὶ διατηροῦμε ἕνα βάρβαρο θέαμα ποὺ προσβάλλει περισσότερο απὸ τὸν ανθρωπισμό μας τὴν καλαισθησία μας. Νά ποὺ ἡ εὐθιξία τῆς μορφῆς, ἂν τὴν εἴχαμε, θὰ ἔσωζε τὴ δασικὴ φυτεία τῆς Ἀττικῆς. Ἡ ἴδια εὐθιξία τῆς μορφῆς, ἂν ὑπῆρχε σ' ἐμᾶς, θὰ μᾶς εἶχεν ἐξεγείρει ὅλους ἐναντίον τῆς διάντροπης ἰδέας νὰ χτισθῇ μιὰ τούρτα στὴν κορυφὴ τοῦ Λυκαβηττοῦ.
Ἕνας απὸ τοὺς χθεσινοὺς ξένους τῶν Δελφῶν, Γάλλος νομίζω, ἐδήλωσε πὼς ἂν ποτὲ αποφασίσουν νὰ χτίσουν στὴν κορυφὴ τοῦ χαριτωμένου βράχου, θὰ ἔρθῃ ἐδῶ απὸ τὴν πατρίδα του μὲ ὅσους ἄλλους μποροῦν ν' αγωνιστοῦν καὶ θὰ πέσουν ἐν ανάγκῃ γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τέτοιο νοσιούργημα. Ἐκεῖ καταλήξαμε. Τὰ λάθη μας θὰ δημιουργήσουν ξένη λεγεῶνα καλαισθησίας! Θὰ ἔρχωνται ξένοι νὰ πέσουν στὴ μάχη τοῦ Λυκαβηττοῦ ὅπως ἄλλοτε στὴ μάχη τοῦ Πέτα. Ἂς προλάβωμε τὴ νέαν αὐτὴ μορφὴ τοῦ φιλελληνισμοῦ... Ἂς γίνωμε ἱκανοὶ νὰ προστατεύσωμε μόνοι μας τὴν πρωτεύουσα. Τὴ διατήρηση τῶν μυστικῶν δεσμῶν τῆς αἰσθητικῆς καὶ τῆς ἱστορίας, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ συνεργασία των σχηματίζουν τὴ μορφὴ μιᾶς πόλεως, πρέπει νὰ τὴν ἐμπιστευθοῦμε σ' ἕνα σῶμα Δημοσίας Καλαισθησίας, συγκροτημένο μὲ τὴν αὐστηρότερη προσοχή, ὄχι γνωμοδοτικὸ ἁπλῶς, αλλὰ κυρίαρχο σῶμα, ποὺ θὰ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ απαγορεύῃ βαρβαρότητες καὶ στὸ ἴδιο τὸ κράτος.
Ἔτσι θὰ απαλλάξωμε καὶ τοὺς ξένους απὸ τὴν ὑπερβολικὴ προθυμία νὰ ἐπεμβαίνουν στὴν πόλη μας καὶ θὰ αποφύγωμε τὸ φιλελληνισμὸ τῆς καλαισθησίας. Ἡ ἐπέμβαση τῶν ξένων σὲ ζητήματα καλαισθητικὰ καὶ μνημειακὰ τῆς Ἑλλάδος δὲν ἦταν ἁπλῶς σχῆμα λόγου... Πρὸ δέκα χρόνων, στὸ Ἡράκλειο τῆς Κρήτης, ἐπειδὴ ὁ δῆμος ἤθελε νὰ γκρεμίσῃ ἕνα ἑνετικὸ μνημεῖο τῆς πλατείας, ἕνας Ἄγγλος ποὺ τὸ θεώρησε αὐτὸ καλαισθησία καὶ ασέβεια, ὡπλίστηκε καὶ κοιμόταν τὴ νύχτα κάτω απὸ τὸ μνημεῖο γιὰ νὰ τὸ ὑπερασπίσῃ! Τὸ κίνημά του, ἂν καὶ αὐθαίρετο, ἦταν πάντως ἁγνὸ καὶ ὄχι αδικαιολόγητο, ἐπειδὴ στὸ Ἡράκλειο ἔχουν πάθει μεγάλη καταστροφὴ τὰ μεσαιωνικὰ μνημεῖα. Γιὰ τοῦτο εἶναι περιττὸ νὰ προσθέσω πὼς ἡ δικαιοδοσία τοῦ Συμβουλίου Καλαισθησίας δὲ θἄπρεπε νὰ εἶνε βέβαια περιωρισμένη στὴν πρωτεύουσα μόνο τοῦ κράτους. Κάθε ἄλλο!
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, ΕΤΟΣ Α΄, ΤΕΥΧΟΣ 9, 15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1927, ΣΣ.516-8