Η Ωραια Πολη. Παρατηρησεις για το συντακτικο της εικονας και τις μεταμορφωσεις της αστικης δομης
Τί είναι αυτό που κάνει ωραία μια πόλη;
Γιατί μια πόλη είναι ωραία;
Όταν επισκεπτόμαστε μια πόλη, λέμε πως είναι «ωραία» ή «άσχημη». Πού βασίζουμε όμως αυτή την εκτίμηση;
Αν μας ζητηθεί να τεκμηριώσουμε αυτή την προσωπική άποψη με ορθολογικά κριτήρια, αναλισκόμαστε σε γενικότητες ή κοινοτοπίες. Aντιλαμβανόμαστε, συχνά ενστικτωδώς, όπως συμβαίνει και με άλλες περιοχές δημιουργικής δραστηριότητας, ότι η υπό συζήτηση πόλη είναι αξιόλογη ή ενδιαφέρουσα. Τούτο όμως οφείλεται στην πολεοδομική διάρθρωσή της, στην ιδιαίτερη αρχιτεκτονική των εντυπωσιακών κτηρίων της ή μήπως σε κάποιες ανθρωπολογικές ιδιαιτερότητες ή τρόπους διαβίωσης που την κάνουν ελκυστική;
Μια πόλη συναρπάζει όταν αρθρώνει μιαν αφήγηση. Όσο πιο γοητευτική είναι η αφήγηση τόσο πιο ελκυστική είναι η πόλη. Η «ανάγνωση της πόλης» κάθε φορά μας υποχρεώνει στην εκμάθηση της συγκεκριμένης «γλώσσας» που πρέπει να μάθουμε να χειριζόμαστε, έτσι ώστε η κατανόηση να είναι εφικτή. Γιατί κάθε πόλη διαμορφώνει το δικό της λεξιλόγιο, τους δικούς της κώδικες επικοινωνίας. Κάθε ευρωπαϊκή πόλη, παρά την ύπαρξη του ίδιου θεματικού ρεπερτορίου των κτηρίων, των δρόμων και των πλατειών, είναι διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη, καθώς έχει διαμορφωθεί στη διάρκεια εκατονταετιών, και, με την έννοια αυτή, μιλάει τη δική της γλώσσα.
Η αποκωδικοποίηση αυτού του λεξιλογίου είναι βασική διαδικασία για την αφομοίωση της βαθύτερης ταυτότητας της πόλης. Στη διαδικασία της αποκωδικοποίησης, έχουμε συχνά τη συνείδηση ότι η σχέση ανάμεσα στα επί μέρους στοιχεία και στη συνολική ταυτότητα της πόλης είναι μοναδική: αυτή η οπτική φυγή, αυτός ο δρόμος και αυτό το σπίτι ανήκουν στη συγκεκριμένη πόλη και όχι σε μιαν άλλη. Υπάρχουν στοιχεία τοπογραφικά, χωρικά, στυλιστικά, μορφικά, χρωματικά, ακόμη και έντασης και πυκνότητας του φωτός που κάνουν αναγνωρίσιμη μια πόλη σε σχέση με μιαν άλλη. Στοιχείο αυτού του χωρικού αφηγήματος είναι και η μνήμη των πιο διαδεδομένων υλικών που κάθε αρχιτεκτονική χρησιμοποιεί στην πόλη: π.χ. η pietra serena στην αρχιτεκτονική της Φλωρεντίας, το ξύλο στην αρχιτεκτονική της Λουκέρνης, το τούβλο στην αρχιτεκτονική του Amsterdam, το αρτιφισιέλ στην αρχιτεκτονική της Αθήνας.
Το ενδιαφέρον και η έμφαση στη δομή και τη σημασία της πόλης, η λατρεία θα λέγαμε της πόλης, είναι ευρωπαϊκό φαινόμενο. Τούτο συμβαίνει γιατί οι πόλεις στην Ευρώπη, οι ιστορικές πόλεις δηλαδή, υπήρξαν αποτέλεσμα της συνειδητής και σταθερής στον χρόνο αισθητικής αντίληψης και βούλησης των κατοίκων τους. Αυτή η αισθητική βούληση αποτυπώνεται στην ορατή μορφή των ευρωπαϊκών πόλεων. Όταν λέμε «πόλη» στην Ευρώπη εννοούμε συνολικά «πολιτισμό», δηλαδή την υλική αποτύπωση της πνευματικής εξέλιξης σε κάθε περίοδο και της συνέχειας της αισθητικής και κοινωνικής εμπειρίας της. [Εικ. 01]
Η νεότερη ευρωπαϊκή πόλη, η πόλη δηλαδή που γεννιέται πριν δέκα περίπου αιώνες, αναπτύσσεται με τα κριτήρια ενός έργου τέχνης, συνειδητού δηλαδή αποτελέσματος μιας αισθητικής επιθυμίας. [Εικ. 02] Αυτή η πόλη και η αισθητική της αρτιότητα έχει να κάνει με μια ιδέα διάρκειας, αν όχι αιωνιότητας. Η ιστορική πόλη στην Ευρώπη παρουσιάζει μιαν αλληλουχία μεταξύ της λειτουργικής δομής της (του αστικού σχεδίου) και της μορφής της αρχιτεκτονικής. Παρουσιάζει μιαν ιεράρχηση με βάση το αίτημα μιας αρχιτεκτονικής με οντότητα αντιπροσωπευτική των διαφορετικής σημασίας και βαρύτητας εξουσιών που διαρθρώνουν ακριβώς την πόλη. Οι ευρωπαϊκές ιστορικές πόλεις είχαν όλες ίδια κριτήρια διαμόρφωσης, με την έννοια της διαδοχής ιδιωτικών κατοικιών, οδικών ή και μνημειακών αξόνων και θεματικών πλατειών, που αποτελούσαν τα βασικά εκφραστικά στοιχεία της ιδιαίτερης αισθητικής τους. Στο πλαίσιο αυτό η αρχιτεκτονική σηματοδοτούσε και εμπλούτιζε την ποιότητα του χώρου, ενώ υπήρχε ανταπόκριση ή και αντιστοιχία ανάμεσα στη μορφή της πόλης και στην κοινωνική οργάνωση. Κυρίαρχα συλλογικά θέματα ήταν το δημαρχείο, η μνημειακή οδός, ο καθεδρικός ναός, το θέατρο, το μουσείο, η βιβλιοθήκη, κ.λπ. Η συμβολική σημασία αυτών των κτηρίων, τα οποία εμπλούτιζαν και ενίσχυαν την ποιότητα του συνόλου, καθώς και η ακολουθία δρόμων και πλατειών, συνέθεταν την αισθητική ιδιοσυγκρασία της πόλης, που ήταν αποτέλεσμα μιας συλλογικής αισθητικής-συμβολικής επιθυμίας. Οι χωρικοί αυτοί πυκνωτές, τρόπον τινά, βρίσκονταν εκεί όπου ακριβώς περίμενες να βρίσκονται, εκεί όπου θα έπρεπε να είναι τοποθετημένοι. [Εικ. 04] Αυτούς τους κτηριακούς τύπους, αντιπροσωπευτικούς ενός αισθήματος συλλογικότητας και μιας ιδέας κοινωνικής οργάνωσης, τους εύρισκε κανείς σε κάθε ευρωπαϊκή πόλη: η χωρική και αισθητική διατύπωση της ευρωπαϊκής πόλης, δηλαδή, ήταν κατανοητή για τον επισκέπτη, οπουδήποτε και αν αυτός βρισκόταν.
Οι ιστορικές πόλεις (borghi), από τις αρχές της δεύτερης μ.Χ. χιλιετίας και μετά, ως προς το αισθητικό μέρος δεν προέκυψαν από τυχαίες ή και ατομικού χαρακτήρα επιλογές. [Εικ. 03] Για παράδειγμα, στα τέλη του 13ου αιώνα (1297), του αιώνα δηλαδή που βλέπει τη γέννηση της αστικής τάξης στις ιταλικές πόλεις (πύργος-burgus-borgo-borghesia), το Συμβούλιο της Sienna ζητάει με ψήφισμα από τους ιδιοκτήτες που θα κατασκεύαζαν σπίτια πάνω στην κεντρική πλατεία, στη γνωστή Piazza del Campo, να τα κάνουν πιο ωραία, με δίλοβα παράθυρα και με διακόσμους και κυμάτια έτσι ώστε οι νέες κατασκευές να συμβάλλουν στη γενική αισθητική βελτίωση του δημόσιου χώρου. Όπως επισημαίνει ο Marco Romano στο Ascesa e declino della città europea (Ακμή και πτώση της ευρωπαϊκής πόλης, 2009), οι Ενετοί ασκούσαν ή και επέβαλλαν αισθητικούς κανόνες στις περιοχές που κατείχαν, από την Pavia ως την Padova και από τη Verona ως το Τrevisο. Ανάλογες επεμβάσεις αισθητικού τύπου επιφέρει ο Federico da Montefeltro στο Urbino και ο Πάπας Πίος ΙΙ στην Πιέντσα. [Εικ. 05] Η πλατεία είναι ο αντιπροσωπευτικότερος χώρος αισθητικών επεμβάσεων στην ιστορική πόλη: στη Ρώμη ο πάπας Ιούλιος ΙΙ υλοποιεί την πλατεία του Καπιτωλίου και τα περί αυτήν μέγαρα, τα μουσεία δηλαδή του Καπιτωλίου, δια χειρός Μιχαήλ Αγγέλου. Στη Λισσαβώνα μπροστά από το παλάτι θα υλοποιηθεί, στον 16ο αιώνα, η νέα πλατεία πάνω στον ποταμό Tago, ενώ στις Βρυξέλλες θα οικοδομηθεί το νέο ανάκτορο του Καρόλου 5ου στη Grand Place (1504-1536), μπροστά από το δημαρχιακό μέγαρο, το οποίο θα εμπνεύσει τον αρχιτεκτονικό και διακοσμητικό χαρακτήρα και των άλλων κτηρίων της πλατείας. [Εικ. 06] Ανάλογες παρεμβάσεις σε κεντρικές πλατείες (ή ενιαίας μορφής στοές στις πλατείες της κεντρικής αγοράς) θα υλοποιηθούν και σε πολλές ιταλικές ιστορικές πόλεις όπως η Pisa, η Catania, η Μantova ή η Sabbioneta.
Η αισθητική των ιστορικών πόλεων οφείλεται σε ένα ζήτημα που βρίσκεται πολύ μακριά από τη δική μας ιδέα για την αρχιτεκτονική: στη στυλιστική ομοιογένεια των κατασκευών. Όταν λέμε ιστορικές πόλεις δεν αναφερόμαστε μόνο στον Μεσαίωνα ή στην Αναγέννηση αλλά και σε μεταγενέστερες περιόδους όπως ο νεοκλασικισμός: αρκεί το παράδειγμα των όψεων του Παρισιού των Percier και Fontaine ή οι ατελείωτες αστικές κουΐντες της νεοκλασικής Αγίας Πετρούπολης. [Εικ. 07] Το ζήτημα της μορφοπλαστικής ομοιογένειας στον αστικό σχεδιασμό και στο αστικό περιβάλλον είναι πολύ σοβαρό και πρέπει να μας απασχολήσει με ξεχωριστό τρόπο. Στην προμοντέρνα εποχή, και ανάλογα με τις περιόδους, αναγνωριζόταν μια επικρατούσα και κοινά αποδεκτή αντίληψη του ωραίου που έβρισκε ευρεία εφαρμογή. Η αίτηση στον δήμο για την έγκριση των όψεων αποτελούσε διαδεδομένη πρακτική, ενώ στον 18ο αιώνα για την έκδοση μιας άδειας οικοδομής στο Παρίσι απαιτούνταν τουλάχιστον έξι μήνες. Η οικοδομική έγκριση (licentia ædificandi), από μέρους ενός κοινοτικού οργάνου, αποτελεί χιλιετή παράδοση: αυτή η διαδικασία ήταν αποδεκτή –παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί αντίθετη στον ατομικό αυτοπροσδιορισμό και επιθυμία– από τη στιγμή που η ίδια η κοινότητα, η civitas, επιθυμούσε να αυτοπροσδιορισθεί και να προσδιορίσει μια συγκεκριμένη απεικόνιση της συλλογικότητας, μια ορισμένη αισθητική έκφραση της πόλης που σήμερα αποκαλούμε ιστορική.
Στην ιστορική πόλη, η αίσθηση της συμμετοχής και της «ιδιοποίησης» ευνοούνταν από την αναγνωρισιμότητα της αστικής αφήγησης, τη συνολικά αντιληπτή δομή του βιώσιμου χώρου. Οι δομικές αρχές της ιστορικής πόλης δεν μπορούν σήμερα να θεωρηθούν ξεπερασμένες επειδή έρχονται από το παρελθόν. Οι αρχές αυτές συνιστούν απαντήσεις πρακτικές και αισθητικές σε πραγματικά προβλήματα. Είναι κανόνες έξω από τον χρόνο, όπως είναι οι κανόνες της αρμονίας στη μουσική ή της σύνθεσης και της δομής της γλώσσας.
Η κρίση της πόλης ξεκινά με τη βιομηχανική επανάσταση και τις εφιαλτικές συνθήκες διαβίωσης έτσι όπως διαμορφώθηκαν κατ’ αρχήν στα μεγάλα αστικά κέντρα και τις βιομηχανικές περιοχές. Ο νέος σχεδιασμός των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων στον 19ο αιώνα ανταποκρίνεται πρωτίστως στις ανάγκες υγιεινής του χώρου και δημόσιας ασφάλειας, κυρίως μετά τις ευρωπαϊκές επαναστάσεις της περιόδου 1848-1850. [Εικ. 08] Ανταποκρίνεται όμως και σε μια νέα ιδέα, εκείνη της συμβολικής αναπαράστασης και «απεικόνισης» της ιδέας της κρατικής οντότητας, αυτής της νέας πολιτικής «κατασκευής» στην Ευρώπη του 19ου αιώνα. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι χαρακτηριστικός στην ευρωπαϊκή πόλη ο σχεδιασμός της εθνικής πλατείας, ενδεχομένως μαζί με κτήρια αντιπροσωπευτικά της συλλογικής μνήμης ή/και ταυτότητας, όπως το κοινοβούλιο, το δικαστικό μέγαρο, οι τράπεζες ή/και τα χρηματιστήρια και άλλα μνημεία, κατά προτίμηση αφιερωμένα στον Άγνωστο Στρατιώτη. Το μεγάλο αστικό κέντρο από έκφραση της κοινότητας μεταμορφώνεται σε έκφραση εθνικής ισχύος, με τρόπο που πιστοποιεί τη ρήξη πλέον της συνέχειας μεταξύ της ιστορικής και της μοντέρνας πόλης. [Εικ. 09] Στον 19ο αιώνα επίσης, με τη νομιμοποίηση όλων των αρχιτεκτονικών στυλ του παρελθόντος και την επικράτηση του εκλεκτικισμού, καταλύεται και η ιδέα μιας κοινά αποδεκτής αντίληψης του ωραίου, καθώς αυτή δεν βρίσκει πλέον ούτε θεωρητική ούτε κοινωνική νομιμοποίηση. Αυτό το φαινόμενο του εκφραστικού ατομικισμού και του ιδιωματικού εκλεκτικισμού, η σχεδιαστική δηλαδή ετερογένεια που ερμηνεύεται ως προσωπική δημιουργικότητα, χαρακτηρίζει και τη δική μας σύγχρονη εποχή.
Η ιδέα μιας νέας αστικής ιεραρχίας, κοινωνικής τάξης και οργάνωσης και μιας νέας σχέσης πόλης και αρχιτεκτονικής αναβιώνει μετά την ανάπτυξη της πόλης της βιομηχανικής επανάστασης. Τούτο συμβαίνει στις αρχές του 20ού αιώνα με τη μεσαιωνικής αντίληψης προκαπιταλιστική Stadtkrone του Γερμανού εξπρεσσιονιστή Bruno Taut, ως απάντηση στην αλλοτρίωση της βιομηχανικής πόλης και στην αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου, ανώνυμου κρίκου στη διαδικασία της παραγωγής. Μια ανάλογη κριτική για τις παθολογίες των μεγαλουπόλεων είχε ασκήσει λίγο πριν και ο κοινωνιολόγος Georg Simmel με το Die Großstädte und das Geistesleben (Οι μητροπόλεις και η πνευματική ζωή, 1903), όπου ανέλυε τη μητρόπολη, ως το κατ’ εξοχήν φαινόμενο της νεωτερικότητας, σε σχέση με τη «Nervenleben», την ψυχοφυσιολογική κατάσταση του ατόμου και τη διανοητική ισορροπία του. Ο Simmel επισήμαινε ότι ο νέος αστικός χώρος αποκοινωνικοποιεί τον άνθρωπο, καθώς ο τελευταίος δεν διαβιώνει πλέον σε ένα περιβάλλον προσδιορισμένων και αντιληπτών σημείων αναφοράς, ιεράρχησης των χωρικών ορίων, ήπιων μεταβάσεων, χωρικής αρμονίας. Ο Simmel ουσιαστικά διατύπωνε την προφητεία της πόλης του φουτουρισμού που θα ακολουθούσε λίγα μόλις χρόνια αργότερα, την προφητεία δηλαδή της μεγαλούπολης του 20ού αιώνα. Οι φουτουριστές, και ιδιαίτερα ο Antonio Sant’Elia με την Città Nuova του 1914, αντιλαμβάνονταν με εξαιρετική διορατικότητα τη μητρόπολη ως «τόπο διαστολής της αντιληπτικής ζωής, πολυδυναμικού ερεθισμού των αισθητηριακών δραστηριοτήτων». Η προφητεία της μητρόπολης στις αρχές του 20ού αιώνα αναπτύσσεται παράλληλα με την αίσθηση του «τέλους εποχής» και την επερχόμενη καταστροφή του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, και συνοδεύεται από κοσμογονικά και μεγάλης συμβολικής σημασίας επιτεύγματα στην επιστήμη και την τέχνη, όπως η θεωρία της σχετικότητας του Albert Einstein, οι «Δεσποινίδες της Αβινιόν» του Pablo Picasso ή η «Ιεροτελεστία της Άνοιξης» του Igor Stravinsky. Η μητρόπολη θα εξελιχθεί πράγματι σε τόπο ο οποίος αποτελείται από διαφορετικές, ρευστές «καταστάσεις» ως προς την κινητικότητα και την ταχύτητα, καταστάσεις που διασταυρώνονται μεταξύ τους σε διάφορα επίπεδα μέσω της πολυπλοκότητας, της ποικιλίας και της ασυνέχειας δομών και ερεθισμάτων.
Το μοντέρνο κίνημα προχώρησε στην επεξεργασία μιας νέας ιδέας πόλης, ενιαίας και ομοιόμορφης, τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το περιεχόμενο, δηλαδή ως προς τον συλλογικό χαρακτήρα των κατοίκων/χρηστών. Η τέχνη της ιστορικής πόλης είχε ωστόσο βασισθεί στη διαχείριση των ελάχιστων διαφορών. [Εικ. 10] Οι ίδιες οι πόλεις διέφεραν μεταξύ τους, την ίδια στιγμή που στο εσωτερικό τους επικρατούσε μια ιδέα πλαστικής ενότητας: ας δούμε το κλασικό παράδειγμα των ιταλικών πόλεων, όπως η Φλωρεντία, η Ρώμη, η Βενετία. Όπως παρατηρεί ο Filarete, τα σπίτια των ανθρώπων διαφέρουν μεταξύ τους γιατί αυτό είναι το θέλημα του Θεού: δεν θα ήταν δυνατό τα σπίτια να είναι όλα ίδια από τη στιγμή που είναι διαφορετικοί οι άνθρωποι που τα κατοικούν.
Στον 20ό αιώνα, τον αιώνα της κουλτούρας του Μοντέρνου, υπερισχύει η δυναμική και εργαλειακή εκδοχή της πόλης-μηχανής, της πόλης των υποδομών, της πόλης της κίνησης. Παράλληλα, ενισχύεται μια διαδικασία κατάλυσης της αστικής ταυτότητας, της ιεραρχίας και των συμβολισμών της ιστορικής πόλης, η κατάλυση της ιδέας της ενιαίας forma urbis. Στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία του 20ού αιώνα η αισθητική της πόλης ταυτίσθηκε με τη λειτουργική αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα, δίχως άλλους διακόσμους ή εργαλεία αστικού συμβολισμού. Η λειτουργικότητα μάλιστα ήταν αποτέλεσμα της ιδεολογικής και αισθητικής αυστηρότητας ή/και λογικής των ιστορικών πρωτοποριών: του εξπρεσιονισμού, του νεοπλαστικισμού, του κονστρουκτιβισμού. Όπως εκείνες αναζητούσαν και επιδίωκαν την εικονογραφική αφαίρεση, έτσι και η πόλη έπρεπε να διαμορφωθεί στη βάση μιας εξ ίσου αφηρημένης και μηχανιστικής αντίληψης «από τον πυρήνα κατοικίας στον αστικό οργανισμό» δίχως άλλες χωρικές διαβαθμίσεις ή εντάσεις. Όπως από τους πίνακες και τα γλυπτά απαλειφόταν η αναγνωρισιμότητα των προσώπων, έτσι και οι πόλεις έτειναν να γίνουν ανεικονικές: έπρεπε να εκλείψουν όλα εκείνα τα στοιχεία που διαμόρφωναν την ιδέα της «ωραίας πόλης», όπως οι περιπατητικές λεωφόροι ή boulevards, οι μνημειακές οδοί, οι θριαμβικές προοπτικές και οι περίκλειστες πλατείες, έτσι όπως συνέβη με τη Ville Radieuse του Le Corbusier ή με την Grosstadt του Ludwig Hilberseimer. [Εικ. 11] Κατά συνέπεια, οι πόλεις του μοντέρνου κινήματος κατέληξαν να διαμορφώνονται για τη διαβίωση πλέον κατοίκων ή/και κατηγοριών χρηστών, όχι πολιτών με την έννοια της ιστορικής πόλης. Έτσι, η ανθυγιεινή και ανώνυμη βιομηχανική πόλη του 19ου αιώνα μετεξελίχθηκε στη μηχανιστική και ανώνυμη μοντέρνα πόλη του 20ού αιώνα. Στην πρότυπη πόλη του Le Corbusier και του Hilberseimer απαλείφονται τα θέματα της συλλογικής μνήμης, οι δρόμοι και οι πλατείες ως εκφράσεις μιας συμβολικής συλλογικής ταυτότητας, και αντικαθίστανται από άξονες ταχείας μετακίνησης, έκφραση της άψογης λειτουργικότητας του αστικού μηχανισμού.
Στη μοντέρνα πολεοδομία, στη «λειτουργική πόλη» που γίνεται αντιληπτή ως αστική machine à habiter, απουσιάζει η συμβολική διάσταση, καθώς δίνεται έμφαση στην τεχνική πρόοδο, που είναι βασική συστατική συνθήκη της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Με αυτόν τον τρόπο η κουλτούρα του μοντέρνου οδηγείται στην απόρριψη των εργαλείων και των πολεοδομικών τεχνικών του παρελθόντος. Σύμφωνα με τον Leon Krier, το φιλοσοφικό λάθος της κουλτούρας του μοντέρνου υπήρξε η παιδαριώδης φιλοδοξία του να αντικαταστήσει στο σύνολό τους τις βασικές αρχές της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας. Η πρότυπη πόλη του ρασιοναλισμού είναι εκ φύσεως αντίθετη προς μια συλλογική διαδικασία διαμόρφωσης και εξέλιξης, ως προϊόντος των αντιφάσεων της δημοκρατικής ζωής κάθε κοινότητας, η οποία κάθε φορά αποφασίζει και οδηγείται σε διαφορετικά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά τη μορφή της πόλης. Η κουλτούρα του μοντέρνου, διεκδικώντας το μονοπώλιο της διαχείρισης της ιδέας της νεωτερικότητας στον 20ό αιώνα, κατέληξε έτσι να είναι περιοριστική και τυραννική στην ουσία της. [Εικ. 12] Ο μεταμοντερνισμός της ύστερης περιόδου του 20ού αιώνα επεχείρησε, ανεξάρτητα από το αν το πέτυχε, να εισαγάγει μιαν ιδέα πλουραλισμού στην αρχιτεκτονική κουλτούρα, θεωρώντας, ίσως ακραία, πως ο μοντερνισμός αποτελούσε μια μορφή ολοκληρωτισμού, καθώς πολιτογραφούνταν ιστορικά ως μια παρωχημένη πλέον αυταρχική ιδεολογία του 20ού αιώνα. Το 1933 ο Le Corbusier αφιέρωνε τη Ville Radieuse του επί λέξει στην «Authorité», δηλαδή αδιακρίτως στην κάθε είδους «εξουσία» που θα μπορούσε να του δώσει τη δυνατότητα υλοποίησης της πολεοδομικής ουτοπίας του. Είναι και αυτή μια από τις πολλές αντιφάσεις της κουλτούρας του μοντέρνου, που βρέθηκε να αναπτύσσεται σε μια περίοδο δραματική, από πολιτική άποψη, για την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Με τη ραγδαία ανάπτυξη του αστικού συνεχούς του Τokyo, αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ξεκινά η διαμόρφωση της σύγχρονης μητρόπολης. Η μητρόπολη, μεταπολεμικά, εξελίσσεται στη βάση μιας ιδέας εξομοίωσης και ισοπέδωσης του αστικού χώρου, με κριτήριο την ομοιογένεια της αγοράς και της κατανάλωσης, βασικής δραστηριότητας στη μητρόπολη. Πρόκειται για την κατανάλωση γης, χώρου, αγαθών, προσωπικών σχέσεων, χρόνου εργασίας και διασκέδασης, σε ένα άμορφο μητροπολιτικό continuum που επιδιώκεται να ταυτισθεί με μια ψευδεπίγραφη αντίληψη δημοκρατίας. Δημοκρατία, ωστόσο, στην πόλη δεν σημαίνει απουσία ιεραρχικής δομής, διαφοροποιήσεων των χώρων και των τρόπων διαβίωσης. Παράλληλα, η διαφορετικότητα στην πόλη δεν είναι υποχρεωτικά συνώνυμη αντιθέσεων, περιχαρακώσεων, διαχωρισμών ή απουσίας συμβολικών πυκνωτών. Σήμερα βρίσκεται σε κρίση η ιδέα της πόλης γιατί βρίσκεται σε κρίση μια ιδέα κοινωνίας, καθώς δοκιμάζεται κάθε ιδέα εξουσίας και διακυβέρνησης, κάθε μοντέλο πρωτείων της πολιτικής: η αμφισβήτηση του κύρους της οδηγεί στην κρίση του μοντέλου της πόλης με την αρχαιοελληνική σημασία, με αποτέλεσμα την ομοιογενοποίηση ή/και ισοπέδωση των αξιών και του χώρου.
Στο Τokyo, στο Los Angeles, στην Πόλη του Μεξικού διαμορφώνεται ένα μητροπολιτικό συνεχές που είναι παντού, που ταυτίζεται με τον χώρο. Δεν υπάρχει πια πόλη, υπάρχουν «περιοχές» ή, θα μπορούσαμε να πούμε, χωρικά «events». [εικ. 13] Η μητρόπολη, έτσι, ακυρώνει την πόλη, καταλύει κάθε ιδέα formae urbis, καταλύει δηλαδή τη διαφορετικότητα της κάθε αστικής ταυτότητας στο όνομα συγχρονικά χωροθετημένων αστικών πυκνώσεων. Στο Τokyo, στη Σαγκάη, στο São Paulo, στο Los Angeles δεν έχει πλέον νόημα να μιλάει κανείς για πόλη. Πρόκειται μάλλον για περιοχές δίχως χωρικό ρυθμό, παρά μόνο χρονικό. Ο ρυθμός δεν υπάρχει στον χώρο, μόνο στον χρόνο της διαβίωσης. [εικ. 14] Οι κοινωνικές σχέσεις, από τη συνθήκη της συμμετοχής και του sensus communis της λεγόμενης κοινωνίας των πολιτών, περιορίζονται στη διαδικασία παραγωγής-ανταλλαγής-κατανάλωσης, δηλαδή σε μια νέα οικονομική συνθήκη όπου η δύναμη των παραγωγικών δραστηριοτήτων ξεπερνά κάθε ιστορικό προηγούμενο.
Η εξέλιξη αυτή οδηγεί στο κυριότερο φαινόμενο της σύγχρονης μητρόπολης: στην ακύρωση κάθε αναζήτησης της συμβολικής διάστασης, στην απώλεια του ειδικού βάρους του συμβολικού χαρακτήρα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής στο αστικό περιβάλλον, πράγμα που αποτελεί και το κυριότερο πρόβλημά της. Ο χώρος της μητρόπολης είναι ισοδύναμος και ομοιογενής σε κάθε σημείο του, έτσι ώστε να εξαφανίζεται η διάσταση του τόπου, η δυνατότητα προσδιορισμού τόπων εντός του χώρου, ή της ταυτοποίησης του χώρου σύμφωνα με μια ιεράρχηση τόπων με συμβολική σημασία. [εικ. 15] Η αστική ανάπτυξη αποκτά χαρακτήρα ατέρμονης διαδικασίας, χωρίς νοηματοδότηση και περιεχόμενο, χωρίς «οργανική» άρθρωση και διάσταση, και καταλήγει στο γνωστό φαινόμενο του sprawl, της διάσπαρτης πόλης. Η ίδια η μητρόπολη είναι έμβλημα πολυπλοκότητας, αστάθειας, αβεβαιότητας. [εικ. 16] Η διαλεκτική κέντρου-περιφέρειας καταργείται, όπως καταργούνται και τα κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά αυτού του διπόλου, σε συνθήκες μιας νέας «αταξικότητας». Δεν υπάρχει πλέον αναγνωρισιμότητα και διάκριση, δεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις.
Ο τόπος της μητρόπολης καταλήγει να είναι μια διαδοχή «γεγονότων», ένα ανάπτυγμα συνάψεων που διασχίζουν υβριδικά τοπία, τοπία δηλαδή ρευστά, χωρίς ταυτότητα. Το «όριο» του μητροπολιτικού χώρου ορίζεται πλέον από το «σύνορο» του ορατού δικτύου επικοινωνιών, μετακινήσεων και συγκοινωνιών. Όσο το δίκτυο απομειώνεται, τόσο λέμε ότι πλησιάζουμε στο «τέλος» της μητρόπολης. Πρόκειται όμως για ένα όριο ασταθές, που μπορεί να μεταβληθεί σε κάθε στιγμή. Η πόλη βρίσκεται παντού, άρα δεν υπάρχει πλέον πόλη.
Η κατάργηση των τόπων, η κατάργηση του διπόλου κέντρου/περιφέρειας, οδηγεί κυρίως στις αμερικανικές πόλεις, στη δημιουργία χωρικά ανοίκειων συγκεντρώσεων δραστηριοτήτων που αδυνατούν να διατυπώσουν ένα αστικό αφήγημα: πρόκειται για «κλειστούς» χώρους επαγγελματικής (π.χ. νοσοκομεία), εκπαιδευτικής (π.χ. πανεπιστήμια) ή πολιτισμικής δραστηριότητας (π.χ. μουσεία)· επίσης κατοικίας, αναψυχής και διασκέδασης: όλα υπακούουν σε μια πεπερασμένη λειτουργία. Δεν υπακούουν ωστόσο σε κάποια λογική «αστικής σκηνοθεσίας»: δεν υπάρχει, ας πούμε, κάποια πολεοδομική ή πολιτισμική λογική που να υπαγορεύει την τοποθέτηση της αίθουσας συναυλιών Jones Hall της Houston Symphony Orchestra στο ακραίο βόρειο τμήμα της πόλης, του National Art Center του Τokyo στην περιοχή του Roppongi ή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος στο Νέο Φάληρο. [εικ. 17] Οι χώροι συνήθως προκύπτουν ευκαιριακά, ως κενά προς κάλυψη. Θα μπορούσαν να καταληφθούν και από ένα εμπορικό κέντρο, από έναν ουρανοξύστη γραφείων ή από ένα πανεπιστημιακό συγκρότημα. Στη σύγχρονη μητρόπολη δεν επικρατεί μια προγραμματική λογική για το τι θα συμβεί σε κενούς αστικούς χώρους. Η ανάπτυξη της πόλης και η μεταλλαγή της από πόλη σε clusters ειδικών χρήσεων δεν υπόκειται σε προγραμματικούς κανόνες πέρα από εκείνους της ιδιωτικής κατοχής και διαχείρισης του χώρου με κριτήρια μέγιστης απόδοσης.
Η αρχιτεκτονική στις διεθνείς μεγαλουπόλεις των δεκάδων εκατομμυρίων χρηστών βρίσκεται σε θέση αδυναμίας επειδή δεν μπορεί να διεκδικήσει ένα ρόλο εντός της ρευστής και συνεχώς μεταβαλλόμενης μητρόπολης και των δικτύων της με τη δική τους ανώτερη κλίμακα και αυτόνομη δυναμική. Διαχρονικά εμβληματικό από την άποψη αυτή παραμένει το κτήριο Spiral του Fumihiko Maki στο Τokyo. [εικ. 18] «Η αρχιτεκτονική σήμερα –λέει ο Jean Nouvel– δεν ακολουθεί παραδοσιακά πρότυπα, αλλά είναι μια αρχιτεκτονική ‘υποστηρικτική’, που συντίθεται από εξαρτήματα, επιγραφές, σύμβολα… μια καθαρή αναζήτηση μέσων έκφρασης στην πόλη. Είναι μια σκηνογραφία με φωτεινές εικόνες, φωτογραφίες, χρωματιστά φώτα, που σήμερα είναι αρχιτεκτονικά υλικά, ικανά να ενεργοποιήσουν νέα επεισόδια του αστικού σκηνικού. [εικ. 19] Η πόλη πράγματι αντιστοιχεί όλο και λιγότερο στην αρχική της σύλληψη (δρόμοι, πλατείες, κ.λπ.) και όλο και περισσότερο σε μεγάλο αριθμό παραμέτρων διαφορετικής φύσεως, των οποίων η υλικότητα διαστέλλει τις αποδεκτές μορφές της αρχιτεκτονικής και παραπέμπει σε νέους τρόπους χρήσης και ανταλλαγής. Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα: οι μοντέρνες πόλεις προέκυψαν χωρίς εμάς, συχνά πέρα από εμάς. Είναι αποτέλεσμα μιας εξελικτικής διαδικασίας, ένα επί πλέον γήινο στρώμα. Σηματοδοτούν ίσως την αρχή μιας νέας εποχής, της εποχής των μητροπόλεων».
Όπως ήδη αναφέραμε, η αίσθηση συμμετοχής και «ιδιοποίησης» της πόλης ευνοείται από την αναγνωρισιμότητα της αστικής αφήγησης, του δομικού χάρτη της πόλης, κάτι που αδυνατεί πλέον να κάνει η διάσπαρτη διάρθρωσή της, η ισοπεδωτική και χαώδης αφήγηση της μεγαλούπολης. Οι αστικές συγκεντρώσεις στο εσωτερικό των μεγαλουπόλεων, οι περιοχές των μητροπολιτικών clusters, έχουν η καθεμιά τη δική τους λειτουργική λογική, αλλά στο σύνολο, τη συμβολική στατικότητα της παραδοσιακής πόλης έχει αντικαταστήσει η λειτουργική πολυδυναμικότητα της μητρόπολης. Οι χώροι πλέον δεν κατοικούνται, αλλά βιώνονται και διασχίζονται χωρίς να είναι δυνατή η αντίληψη του όλου. [εικ. 20] Για να μετατραπεί μια πόλη από χρηστικό εργαλείο σε περιοχή «διαβίωσης» πρέπει να προσφέρει τόπους δημόσιας χρήσης. Τόπος είναι εκεί όπου σταματάμε. Είναι η στάση, όπως η σιωπή σε μια παρτιτούρα. Δεν υπάρχει μουσική χωρίς σιωπή. Ο χώρος της μητρόπολης αγνοεί τη σιωπή, δεν μας επιτρέπει τη «στάθμευση», τη διαβίωση, την «κατοίκηση». Η πόλη του Τokyo είναι η πόλη των ήχων που σε καταδιώκουν εμμονικά σε κάθε στιγμή, σε κάθε χώρο, σχεδόν σαν να επιδιώκουν να γεμίσουν ένα υπαρξιακό κενό, να αποτελέσουν οδηγούς αναφοράς για την επιβίωση στη μεγάπολη της ανωνυμίας και της απουσίας. [εικ. 21] Είναι γεγονός ότι η μετατροπή του μητροπολιτικού χώρου, από χώρο «κατοικίας» σε χώρο μιας δυναμικής, σχεδόν ζωικής δράσης, μας γοητεύει, μας συναρπάζει με τρόπο σχεδόν ακατανόητο που θα ήταν άξιος μελέτης μάλλον από κοινωνικούς ανθρωπολόγους. Ταυτόχρονα, ωστόσο, μας αλλοτριώνει, μας μετατρέπει από συνειδητούς πολίτες σε ανώνυμους χρήστες, σε πρωτόγονους εξερευνητές χώρων αφιλόξενων, επιθετικών, συγκρουσιακών, αλλά και ανεξήγητα ελκυστικών. Ο χρήστης της μητρόπολης κυριαρχείται από την αίσθηση της αδυναμίας και της αναπόφευκτης υποταγής σε συνθήκες ακραίου ανταγωνισμού, καθώς και από την αίσθηση της απομόνωσης που χαρακτηρίζει την καθημερινότητα της διαβίωσης. Αδυνατεί πλέον να αντιληφθεί οποιαδήποτε μορφή σχέσεων και αλληλεγγύης που χαρακτήριζε αντίθετα την κοινωνία στην πόλη, στη γειτονιά, στη συνοικία, η οποία συνέθετε επίσης ένα άτυπο δίκτυο υποστήριξης και βοήθειας.
«Στη σύγχρονη μητρόπολη –λέει ο Koolhaas– δεν υπάρχει μορφή, υπάρχει μόνο πολλαπλασιασμός… η πόλη γίνεται Junkspace, σκουπιδότοπος… υποκρίνεται πως ενώνει, αλλά στην πραγματικότητα χωρίζει… διαμορφώνει κοινότητες όχι στη βάση κοινών ενδιαφερόντων ή ελεύθερης συμβίωσης αλλά ταυτόσημων στατιστικών και αναπόφευκτων δημογραφικών δεδομένων, ένα πλέγμα δηλαδή οπορτουνισμού τεχνητών συμφερόντων». Χρειάζεται λοιπόν να επανεφευρεθεί η σχέση ανάμεσα στη μητρόπολη και στην αρχιτεκτονική, να ανακαλυφθεί η μορφή νέων αστικών τόπων για «κατοικία». Χρειάζεται να εφευρεθούν εκ νέου κτήρια, στα οποία δεν θα κυριαρχούν οι λειτουργίες αλλά η συμβολική μορφή και μια μνημειακή διάσταση, όπως υποστήριζε ο Louis Kahn, αυτός ο προφήτης της εποχής μας και του μέλλοντος της αρχιτεκτονικής. [εικ. 22]
Η Ωραία Πόλη είναι η πόλη όπου η ιδέα της μνήμης είναι ισχυρή και αναδημιουργική. Η μνήμη όμως αυτή δεν έχει να κάνει αναγκαστικά με την έννοια της ιστορικότητας: η ποιότητα του χώρου μιας πόλης έχει να κάνει με τη δύναμη των οργανωτικών και συμβολικών αρχών της. Με την έννοια αυτή, οι ιστορικές πόλεις και η ιστορική αρχιτεκτονική μπορούν να είναι σημαντικές για την εγγενή ποιότητα των σχεδιαστικών και χωρικών αρχών τους.
Το άρθρο αποτελεί επεξεργασμένη εκδοχή μελέτης που παρουσιάσθηκε στο πλαίσιο του κύκλου «διαλέξεων της Πέμπτης» του Σπουδαστηρίου Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ (27 Απριλίου 2017) και στο 3ο διεθνές συνέδριο με τίτλο «Changing Cities: spatial, design, landscape and socio-economic dimensions» που οργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στη Σύρο (26-30 Ιουνίου 2017).
Ο Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και μέλος της Ακαδημίας των Τεχνών της Φλωρεντίας