Room with a View
Τι βλέπεις;
Βλέπω τον αέρα γεμάτο ιδέες, τα δένδρα να κυματίζουν, το κατοικημένο κενό, τα όρια να εξαφανίζονται, την πόλη και τα οικοδομικά τετράγωνά της, την αυγή, τη μέρα, το λυκόφως και τη νύχτα, τις εικόνες να κυλούν δίπλα μας, τον κήπο στο κέντρο, το ένδον τοπίο, τη μνήμη της περίκλειστης αυλής ενός μοναστηριού, τον χρόνο που περνά, τον ανεσταλμένο χρόνο, τον χρόνο που έχει διαγραφεί, τον άνεμο να στροβιλίζεται, τους ανθρώπους να περπατούν, τους ανθρώπους να περιμένουν, τους ανθρώπους να κάνουν διάλειμμα, τους ανθρώπους να μιλούν, τα πράγματα να εξελίσσονται, τον ιστό που επικρατεί, τον ιστό που συνταιριάζει , τον ιστό που τακτοποιεί, τον ιστό που απομακρύνεται, τα αναστρέψιμα δάπεδα, το κοντινό και το μακρινό, τη γενναιόδωρη αυστηρότητα, τις πλάκες και τα υποστυλώματα από σκυρόδεμα, τις λεπτές παραλλαγές της ατμόσφαιρας, την αγάπη με την πρώτη ματιά και την αιτία, τις χρονικές συγκρούσεις, την αναπόφευκτη αμφισημία, τα ίδια παλιά τραγούδια, το φάσμα των εκπλήξεων και των θαυμάτων του κόσμου, το ταυτόσημο που εξασθενεί, τον συνδυασμό των δραστηριοτήτων, αυτών που ήταν εκεί πριν, αυτών που είναι εκεί τώρα και αυτών που θα είναι εκεί μετά, αυτών που θα ήθελαν να παραμείνουν εκεί για πάντα, το θέμα και την παραλλαγή, την οικονομία και την αποτελεσματικότητα, το συλλογικό και το ατομικό, την ποικιλία και την απόχρωση, το ατύχημα και την έκπληξη, το La Fièvre d’Urbicande [ΣτΜ Πυρετός στην Urbicande, κόμικ των Βέλγων François Schuiten και Benoît Peeters, της σειράς “Les Cités οbscures”, «Oι Σκοτεινές πόλεις»], το φως που εξομαλύνει το έδαφος, αυτό που δεν είχαμε σκεφθεί και αυτό που δεν περιμέναμε, την έκφραση των πάντων, την ιδιοποίηση του καθενός, τη λειτουργική χωρική λογική, την πιθανή μετατροπή, το πιθανόν άπειρο και πολλά άλλα.
Ως μέρος μιας ζώνης μελλοντικής οικιστικής ανάπτυξης που συνδέεται με την École Polytechnique και, ευρύτερα, με τον πόλο Paris - Saclay, αυτή η φοιτητική εστία βελτιστοποιεί τόσο τη θέση της μέσα στον πολεοδομικό ιστό, όσο και τις αρχές, βάσει των οποίων έχει κατασκευασθεί.
Εκμεταλλεύεται τον ορθολογισμό του πολεοδομικού σχεδιασμού, ο οποίος ακολουθεί τον τύπο της πανεπιστημιούπολης, και προτείνει ένα συμπαγές κτήριο, του οποίου οι πρόδηλα ισχυρές γραμμές παρέχουν εξαρχής ένα σταθερό θεμέλιο. Η ογκομετρία του κτηρίου βασίζεται στο ορθογώνιο σχήμα της κάλυψης και παίρνει σχήμα Π. Αυτό το Π περικλείει το εσωτερικό του οικοδομικού τετραγώνου, που με τη σειρά του αντιμετωπίζεται ως υπαίθριος κήπος και μετατρέπεται σε ένα πραγματικό πνεύμονα για το έργο. Το κτήριο καθίσταται έτσι, επίσης, ορατό και από αυτό το εσωτερικό.
Αντί για κανονικό, συνηθισμένο κτήριο, το έργο θα έπρεπε να παρουσιάζεται διαφορετικά. Θα έπρεπε να παρουσιάζεται ακόμη και σαν ένας λιτός και καλά εξοπλισμένος σκελετός. Το πρόγραμμα συγκεντρώνει πολλά διαφορετικά στοιχεία (στέγαση φοιτητών, κοινόχρηστες εγκαταστάσεις, καταστήματα, χώρους στάθμευσης για τους ενοίκους και για το κοινό), αλλά αρνείται κατηγορηματικά να παίξει το χαρτί της σύνθετης συσσώρευσης προγραμμάτων. Αντιθέτως, η μοναδικότητα των γραμμών και ο επαναλαμβανόμενος ρυθμός του συνόλου είναι αυτά που εντυπωσιάζουν. Η κατανομή των διαφόρων προγραμμάτων υπακούει σε μια λογική επαλληλίας που περιλαμβάνει ένα πρώτο όροφο διπλού ύψους που φιλοξενεί τα καταστήματα και τους κοινόχρηστους χώρους της φοιτητικής εστίας, δύο στάθμες, το ‘ισόγειο+1’ και το ‘ισόγειο+2’, ως μεγάλα ανοιχτά επίπεδα για τους δημόσιους χώρους στάθμευσης,τις στάθμες ‘ισόγειο+3’, ‘ισόγειο+4’ και ‘ισόγειο+5’, τρία επίπεδα με χώρους κατοικίας, και, τέλος, μια ‘σοφίτα’, ένα τελευταίο όροφο που φιλοξενεί την άνω στάθμη ορισμένων μονάδων διώροφων κατοικιών. Αυτή η κατανομή έχει το πλεονέκτημα ότι προσφέρει την πιο επιμελημένη και ανεμπόδιστη θέα σε όλες τις μονάδες, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί μια πιο αέρινη βάση για το κτήριο. Αυτή η βάση επίσης δημιουργεί αντίθετες και επάλληλες εντυπώσεις. Έχουμε ένα πολύ διαφανή ισόγειο όροφο και δύο επίπεδα στάθμευσης από πάνω του, τα οποία είναι πιο αδιαφανή. Η πρόσβαση στους χώρους στάθμευσης δημιουργεί μιαν άλλη οπτική αντίθεση, δεδομένου ότι γίνεται από μεγάλες, διαπλεκόμενες ράμπες, που, ενώ περιλαμβάνονται στον όγκο του κτηρίου, του προσδίδουν μια άλλη θεαματική διάσταση.
Μελετημένο τόσο στην κλίμακα του αυτοκινήτου όσο και του ανθρώπου, το κτήριο αναζητά μια σύνδεση μεταξύ μιας αυστηρά λειτουργικής προσέγγισης και μιας προσέγγισης που ορίζεται από τα τυπικά χαρακτηριστικά της κατοικίας. Ο οικιακός αυτός χαρακτήρας είναι έντονα παρών στον ρυθμό των θόλων της στέγης. Ο τελευταίος όροφος εμφανίζεται ακόμη και ως επανανάγνωση της τυπολογίας των γραμμικά παρατεταγμένων σπιτιών, που αναπτύσσονται πάνω στην ταράτσα. Η κανονικότητα του αρχιτεκτονικού λεξιλογίου, ωστόσο, ή, ακόμα και η μνημειακότητά του, δεν απορρέουν εξ αρχής από την μορφή, αλλά μάλλον επιβάλλονται μέσα από την αυστηρή και νηφάλια επίλυση των περίπλοκων απαιτήσεων του προγράμματος. Η ευκρίνεια των δομοστατικών επιλύσεων επιτρέπει στο κτήριο να εκφράζει μια πλαστικότητα, σχεδόν μπρουταλιστική, όπου τα υλικά (φέρουσα κατασκευή από σκυρόδεμα, και γυάλινα στοιχεία που είναι δυνατόν να αφαιρούνται από τις κατοικίες) επιστρέφουν σε μια δομική αναγκαιότητα και μια πλαστική εκφραστικότητα τόσο σαφή, όσο και αυτά τα ίδια μεταξύ τους.