Σκεψεις με αφορμη την παλαια εκκλησια του Αγιου Ανδρεα στην Πατρα (1836-1843): Ενα παραδειγμα νεοελληνικης αρχιτεκτονικης
Η πόλη
Η Πάτρα, σημαντικό παράδειγμα οργάνωσης της νεοελληνικής πόλης, μαζί με την Τρίπολη, το Άργος, την Κόρινθο, ήταν από τα πρώτα κέντρα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους που απέκτησαν ένα πολεοδομικό σχέδιο. Το 1828 ο Σταμάτης Βούλγαρης, ύστερα από ανάθεση του Καποδίστρια, συνέταξε το Σχέδιο της πόλης εγκαινιάζοντας τη νέα εποχή ολόκληρης της περιοχής αλλά και της ελληνικής πολεοδομίας (Εικ. 2). Το σχέδιο αυτό, αντανακλώντας το πνεύμα του Διαφωτισμού, θεμελίωνε την οργάνωση του αστικού χώρου παράλληλα με την υπόσχεση της κοινωνικής ευημερίας.
Στα συντρίμμια της πόλης των αρχών του 19ου αιώνα, σημαντικό ρόλο αποκτούν το λιμάνι και οι αγορές, στοιχεία που μπορούσαν να ευνοήσουν το εμπόριο, τις μικρές οικογενειακές βιομηχανίες και τις προσπάθειες ανασύστασης της γεωργικής παραγωγής.
Ταχύτητα στις μετακινήσεις και δημόσια τάξη ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά του σχεδίου του Βούλγαρη στο οποίο ιδιαίτερη σημασία είχε η χάραξη των οδικών αρτηριών, των πλατειών και των οικοδομικών τετραγώνων που ήταν τοποθετημένα σε έναν ορθολογικό κάναβο.
Η νέα πόλη των εμπόρων και των επιχειρηματιών θα έπρεπε να ακολουθήσει τα ίχνη μιας καπιταλιστικής οικονομικής μονάδας, προς την οποία θα έπρεπε να προσαρμοστούν ιδιαιτερότητες και ανάγκες του πληθυσμού. Έτσι καθώς άρχισε να εφαρμόζεται το σχέδιο του Βούλγαρη στα μέσα του 19ου αιώνα πολύ γρήγορα εμφανίστηκαν οι καταπατήσεις με τις συνεχείς επεκτάσεις εκτός των προβλεπόμενων ορίων και με την εμφάνιση αυθαίρετων οικισμών, διαπιστώθηκε η ελλιπής πρόβλεψη για την εξέλιξη του αστικού ιστού, με αποτέλεσμα την αλλοίωση στην πράξη των προτάσεων του μελετητή. Μια από τις πρώτες απαιτήσεις των κατοίκων της πόλης, που δεν είχε προβλεφθεί στο σχέδιο του Βούλγαρη, ήταν η χωροθέτηση λατρευτικών κτηρίων. Οι υπάρχουσες εκκλησίες ήταν μικρές ή έχρηζαν επισκευών και θεωρήθηκε ως πρώτη προτεραιότητα η ανέγερση μιας εκκλησίας, για τον Άγιο Ανδρέα, προστάτη της πόλης.
Η επιλογή του χώρου
Στην Ελλάδα των αρχών του 19ου αιώνα η μέριμνα για την οργάνωση των πόλεων επικεντρώθηκε στη ρύθμιση των οδικών αξόνων, στην κατασκευή των κτηρίων δημόσιας ωφελείας (νοσοκομεία, σχολεία, αγορές κλπ) και στη θέσπιση μέτρων για την ανέγερση των πρώτων ιδιωτικών κατασκευών. Με τις εκκλησίες που κτίστηκαν στο Άργος, στην ορεινή Πελοπόννησο, στις Κυκλάδες (Τήνο, Σύρο), στην Αθήνα, δεν ασχολήθηκε το επίσημο κράτος παρότι αποτέλεσαν έναν σημαντικό κτηριακό πυρήνα γύρω από τον οποίο αναπτύχθηκαν οι πόλεις της Ελλάδας. Στην Πάτρα το 1835, λίγα χρόνια μετά την σύνταξη του Σχεδίου πόλης, οι κάτοικοι συγκέντρωσαν 148 υπογραφές01 και πρότειναν την κατασκευή της εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα, η οποία αποτέλεσε ένα από τα πρώτα σημαντικά κτήρια της πόλης.02
Ο χώρος ανέγερσης του νέου κτίσματος υπαγορεύτηκε από την ύπαρξη κατάλοιπων παλαιότερων ναών στον τόπο όπου φέρεται ότι μαρτύρησε ο ‘Άγιος, με αποτέλεσμα το σημείο θεμελίωσης της εκκλησίας να βρίσκεται εκτός του Σχεδίου Βούλγαρη. Από την άλλη μεριά, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι το Σχέδιο της πόλης άφηνε εκτός των τειχών ένα σημαντικό τόπο λατρείας, καθώς ο χώρος αυτός ήταν συνδεδεμένος από την αρχαιότητα με το ιερό της Δήμητρας και στη συνέχεια με τη λατρεία του Αγίου.03
Με αυτή την επιλογή η νέα εκκλησία, η οποία λειτούργησε ως μητρόπολη από το 1845 έως το 1856, βρέθηκε μακριά από το κέντρο της πόλης, στο δυτικό άκρο του σχεδίου, κοντά στη θάλασσα σε μια βαλτώδη περιοχή. Γύρω της σχηματίστηκε ένας ανοικτός χώρος, χωρίς κανέναν σχεδιασμό, εγκαταλείποντας στην τύχη έναν τόσο σημαντικό αστικό σημείο το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα χωρίς καμία ανταπόκριση στον αστικό ιστό. Αργότερα η περιοχή της εκκλησίας βρέθηκε να είναι περιτριγυρισμένη από τη σιδηροδρομική γραμμή Πάτρας-Πύργου και στο σημείο έναρξης της δυτικής βιομηχανικής ζώνης της πόλης. Στο εγκεκριμένο σχέδιο του 1885 ο ναός του Αγίου Ανδρέα και ο περιβάλλον χώρος του θα ενσωματωθούν στο Σχέδιο της πόλης χωρίς καμία διάθεση οργάνωσης της γύρω περιοχής (Εικ. 3).
Επί πλέον. Το 1897 το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης των Πατρών πρότεινε την ανέγερση Νέου ναού του Αγίου Ανδρέα, μεγαλύτερου και μεγαλοπρεπέστερου ώστε να ανταποκρίνεται στις θρησκευτικές απαιτήσεις των πιστών.04 Το 1902 προκηρύχθηκε διεθνής διαγωνισμός και ο νέος ναός που αποπερατώθηκε το 1975 σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Emile Robert (1880-1955) βρίσκεται ακριβώς δίπλα στον παλαιό, πλέον, Άγιο Ανδρέα. ‘Ετσι, σήμερα παλαιός και νέος ναός συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο παρουσιάζοντας δύο αρχιτεκτονικές σελίδες του ίδιου θέματος. Ένας θρησκευτικός και αρχιτεκτονικός πλουραλισμός με ανεπεξέργαστα χωρικά αποτελέσματα.
Η παλαιά εκκλησία
Η παλαιά εκκλησία του Αγίου Ανδρέα που υλοποιήθηκε το διάστημα 1836-1843 είναι μια λιτή τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική (Εικ.4) με τριμερή οργάνωση της δυτικής όψης η οποία διαμορφώνεται με μία ανοικτή στοά στην πρώτη στάθμη, υπερκείμενη ενιαία επιφάνεια με σειρά τοξωτών ανοιγμάτων και τέλος αέτωμα σε όλο το μήκος της πρόσοψης (Εικ. 5, 7).05 Τα τοξωτά ανοίγματα διαμορφώνονται από τέσσερεις κίονες με δωρικού ύφους κιονόκρανα και βάση (Εικ. 6). Όπως αναφέρει ο Θωμόπουλος: Ο ναός είναι αρκούντως ευρύχωρος, αλλ’ αι επί της κυρίας προσόψεως τέσσαρες στηλαι, εις ουδένα ανήκουσαι ρυθμόν, ουδεμίαν εξωτερικήν παρέχουσιν αυτώ επίδειξιν.06 Στη βορειοδυτική πλευρά της εκκλησίας, βρίσκεται σε απόσταση από το κτίσμα, εξωτερικό καμπαναριό το οποίο διαμορφώνεται πάνω σε μια τετραγωνική πέτρινη βάση και αναπτύσσεται σε τέσσερις στάθμες με ναόσχημη απόληξη (Εικ. 8).
Στο εσωτερικό τα τρία κλίτη διαχωρίζονται από δύο σειρές πέντε κορινθιακών κιόνων με επιχρυσωμένα κιονόκρανα (Εικ. 9,10). Το ιερό σχηματίζεται από μια πεντάπλευρη κόγχη εκτός του ορθογωνίου η οποία προς το εσωτερικό κρύβεται από το περίτεχνο τέμπλο. Η οροφή και οι πλευρικοί τοίχοι έχουν διακοσμηθεί με αγιογραφίες προφητών, αποστόλων και ευαγγελιστών. Στη δυτική πλευρά υπάρχει ο γυναικωνίτης ο οποίος προεκτείνεται δεξιά και αριστερά επάνω από τα κλίτη και σταματά στον πρώτο κορινθιακό κίονα της κάθε κιονοστοιχίας. Ο εσωτερικός φωτισμός είναι σχετικά περιορισμένος καθώς προέρχεται από τα τρία παράθυρα σε κάθε πλευρά και τα πέντε της δυτικής όψης. Το εσωτερικό λόγω και της σχετικά χαμηλής θολοσκεπούς οροφής έχει έναν χαρακτήρα φιλόξενο, χωρίς εξάρσεις αρκετά εσωστρεφή, επιτρέποντας τον επισκέπτη να συγκεντρώσει το βλέμμα του στο μαρμάρινο τέμπλο και κυρίως προς τη δεξιά πλευρά του ναού όπου βρίσκεται το μαρμάρινο κενοτάφιο του Αγίου. Παντού κυριαρχεί λιτότητα και οι λεπτομέρειες (ζωγραφικές, αρχιτεκτονικές, γλυπτικές) είναι απλές, νεοκλασικού στυλ χωρίς πολλά διακοσμητικά στοιχεία.
Ζητήματα αρχιτεκτονικού ύφους
Σε όλη την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική οι προβληματισμοί τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα εστίαζαν στην αναζήτηση προτύπων για τη δημιουργία μιας νέας αρχιτεκτονικής. Ειδικότερα σχετικά με την τυπολογία των εκκλησιών στην Γαλλία, ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα, τα πρότυπα προέρχονταν από δύο πηγές: από την τυπολογία της παλαιοχριστιανικής βασιλικής ακολουθώντας το πνεύμα του Διαφωτισμού ή από τις αναφορές σε γοτθικά στοιχεία προτάσσοντας την αναγκαιότητα για χώρους που ενίσχυαν τη θρησκευτική κατάνυξη.07
Στην ελληνική αρχιτεκτονική, από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας, τέθηκε το θέμα της αναζήτησης ενός στυλ το οποίο θα συμβάδιζε με τα οράματα του νέου έθνους. Τα βασικά χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής του Νεοκλασικισμού, η καθαρότητα των όγκων, η στιβαρότητα και η μεγαλοπρέπεια που πηγάζουν από την επιθυμία να δημιουργηθεί ένας κόσμος αγνός, απλός και μεγαλειώδης, αντίστοιχος με τον κλασικό, θεωρήθηκαν ότι μπορούσαν να συνδεθούν με τη νέα σελίδα της ιστορίας.
Ωστόσο, η διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης και η αναζήτηση μιας ταυτότητας που στηρίζεται στα πρότυπα του ένδοξου κλασικού παρελθόντος συγκρουόταν με την αντίληψη του ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού ως ένα εισαγόμενο μόρφωμα των ευρωπαίων αρχιτεκτόνων. Ιδιαίτερα για τα εκκλησιαστικά κτήρια το δίπολο παραδοσιακά / αυτόχθονα στοιχεία και δυτικά πρότυπα, δημιουργούσε συνεχώς προβλήματα παρά οδηγούσε σε κάποια συγκεκριμένη πρόταση. Έτσι, οι αρχιτέκτονες κατέληξαν να είναι επιλεκτικοί ως προς τα πρότυπά τους: κλασική αρχαιότητα για τα δημόσια κτήρια και τις κατοικίες, βυζαντινές ερμηνείες, ακόμα και με ρωμανικές ή και γοτθικές προσμίξεις για τα λατρευτικά κτήρια.
Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω όχι μόνον εμφανίστηκαν διάφορα στιλιστικά μορφώματα αλλά αναπτύχθηκε και ένας θεωρητικός λόγος ο οποίος μπροστά στην αδυναμία μιας πειστικής ερμηνείας περιέπλεκε ακόμα περισσότερο τις καταστάσεις και δημιουργούσε περισσότερα αδιέξοδα. Οι αποφάσεις που ελάμβανε κάθε αρχιτέκτονας συγκροτούσαν ή αποδιδόταν σε μορφολογικά/θεωρητικά ρεύματα τα οποία διεκδικούσαν άλλοτε λίγο και άλλοτε πολύ το μονοπώλιο της αυθεντικής ελληνικής αρχιτεκτονικής. Νεωτεριστές ή υπέρμαχοι της αναζήτησης της ελληνικής αρχιτεκτονικής όλοι επιδίδονταν σε έργα τα οποία στη συνέχεα πόλωναν περισσότερο το ελληνικό κοινό τόσο των αρχιτεκτόνων όσο και του γενικότερου πληθυσμού.
Η παλαιά εκκλησία του Αγίου Ανδρέα, από τους πρώτους σε όλο τον ελλαδικό χώρο μετά την ανεξαρτησία, ίσως ήταν από τις πρώτες εκδηλώσεις αυτών των αδιεξόδων.
Ο αρχιτέκτονας
Οι έρευνες δεν έχουν καταλήξει με βεβαιότητα μέχρι σήμερα στον αρχιτέκτονα της παλαιάς εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα παρότι διάφορες υποθέσεις συγκλίνουν στον Λύσανδρο Καυταντζόγλου (1811-1885).08 Εάν οι υποθέσεις των ερευνητών ευσταθούν και αρχιτέκτονας του ναού είναι ο Καυταντζόγλου τότε αποτελεί ένα ενδιαφέρον παράδειγμα της διαδικασίας υλοποίησης ενός αρχιτεκτονικού έργου στην νεότερη Ελλάδα. Στο Αρχείο Καυταντζόγλου που βρίσκεται στα Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής υπάρχουν σχέδια αταύτιστων ναών που θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές εκδοχές της εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα με πιο πιθανή εκείνη του σχεδίου 2430509 (Εικ. 1). Το σχέδιο αυτό απεικονίζει μια βασιλική με δωρική τοξοστοιχία που προεκτείνεται αριστερά και δεξιά του κεντρικού σώματος της εκκλησίας, με το κεντρικό κλίτος υπερυψωμένο και με ανεξάρτητο κωδωνοστάσιο, χαρακτηριστικό γνώρισμα του Παλαιού Ναού Αγίου Ανδρέα Πατρών.
Η έλλειψη τεκμηρίων αφήνει τις έρευνες ανοικτές και μας δίδεται έτσι η ευκαιρία να αναζητήσουμε απαντήσεις στις γνώσεις αλλά και στις προσπάθειες ενός νέου αρχιτέκτονα της πρώτης περιόδου ανασύστασης του κράτους και ενός από τους κυριότερους πρωταγωνιστές της ελληνικής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα. Ο Καυταντζόγλου κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Ρώμη (1827-1836) παρακολουθούσε το γενικό κλίμα της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Στις σημειώσεις του που υπάρχουν σε ένα μικρό μπλοκ σχεδίων του 183610 διαφαίνεται το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για τη μελέτη διαφόρων εκκλησιών. Τα σκίτσα για τον πρόναο του Αγίου Πέτρου (Εικ. 11) και οι καταγραφές διαστάσεων των κιόνων, κιονοκράνων, και άλλων τμημάτων της εκκλησίας δείχνουν το ενδιαφέρον του για τα συνολικά μεγέθη όσο και για εκείνα των λεπτομερειών. Επίσης συγκρίνει τα μήκη σε ρωμαϊκές ίντσες των κατόψεων της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, του Αγίου Πετρωνίου στην Bologna, του καθεδρικού ναού της Φλωρεντίας, του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο, του Αγίου Παύλου εκτός των τοίχων, που μόλις είχε περατωθεί η αναστήλωσή του, και του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη (Εικ. 12), αποδεικνύοντας ότι ενδιαφερόταν για σημαντικές εκκλησίες αδιακρίτως εποχής.
Μελετούσε τόσο τους μεγάλους γοτθικούς ναούς, τις παλαιοχριστιανικές εκκλησίες όσο και εκείνες της Αναγέννησης. Διορατικός μελετητής διερευνούσε, μεταξύ των άλλων, μια αρχιτεκτονική τυπολογία που, ήδη στην υπόλοιπη Ευρώπη και κυρίως στη Γαλλία, είχε αρχίσει να δείχνει τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ότι θα είχε ξανά, ιδιαίτερες ανάγκες. Η μελέτη και η μέριμνα για τις χριστιανικές εκκλησίες συμβαδίζει με τις προετοιμασίες του για μια ενδεχόμενη εγκατάσταση στην ανεξάρτητη Ελλάδα όπου μεταξύ των άλλων ο σχεδιασμός των εκκλησιών προβλεπόταν αναγκαίος. Είναι λοιπόν πολύ πιθανόν, στην περίπτωση που θα του παρουσιαζόταν η ευκαιρία να ασχοληθεί με τον σχεδιασμό και την κατασκευή των πρώτων εκκλησιών στην Ελλάδα, όπως και έγινε, να αντλούσε πληροφορίες από τις γνώσεις που είχε αποκομίσει μελετώντας αλλά και από τις επιτόπιες έρευνές του.
Τα πραγματικά γεγονότα δεν θα πρέπει να ήταν πολύ μακριά από αυτήν την υπόθεση. Η εμπλοκή του σε μερικές από τις πιο σημαντικές εκκλησίες των Αθηνών αλλά και της επαρχίας11, φανέρωσαν τις δυσκολίες που συνάντησε στην μεταφορά των γνώσεων του στην ελληνική αρχιτεκτονική. Και η κριτική που δέχτηκε ήταν μεγάλη.
Επίλογος
Η προσπάθεια του Καυταντζόγλου για τη συγκρότηση ενός αρχιτεκτονικού λεξιλογίου το οποίο θα στηριζόταν αποκλειστικά σε διεθνή πρότυπα προσέκρουσε στις ντόπιες αντιλήψεις. Οι αναφορές του στην αρχιτεκτονική των παλαιοχριστιανικών εκκλησιών της Ρώμης, στις εκκλησίες της ιταλικής Αναγέννησης, που ήταν στο κέντρο των αρχιτεκτονικών συζητήσεων σε όλη την Ευρώπη,12 θεωρήθηκαν κατακριτέες.
Το πλαίσιο από το οποίο εκκινούσε ο αρχιτέκτονας ήταν σίγουρα επηρεασμένο τόσο από τους θεωρητικούς προβληματισμούς που συναντούσε ανάμεσα σε Γαλλία και Ιταλία όπως το πιστοποιούν οι σημειώσεις του, όσο και από τις τάσεις της ναοδομίας σε αυτές τις περιοχές. Ειδικά στην Γαλλία από τον 18ο αιώνα αλλά και μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, οι αναφορές στην παλαιοχριστιανική βασιλική ήταν παράλληλες με τις αναφορές στα στοιχεία της γοτθικής ναοδομίας συνεχίζοντας μια συζήτηση σχετικά με την ισοδυναμία του συστήματος κίονας - επιστύλιο με εκείνο του κίονας- τόξου13 (Εικ. 13). Αρκεί να αναφερθούμε στον κλειστό αρχιτεκτονικό διαγωνισμό που έγινε το 1822 στο Παρίσι για την εκκλησία Notre Dame de Lorette (1824-1836). Για την εκκλησία αυτή, που ήταν η πρώτη που κατασκευάστηκε στο Παρίσι μετά την Παλινόρθωση, και οι δέκα μελέτες που κατατέθηκαν πρότειναν μια κάτοψη βασιλικής, με ένα εξωτερικό πρόπυλο στη δυτική πλευρά και κωδωνοστάσιο. Αξίζει να σημειώσουμε ότι αποτελούσε ένα σημαντικό δείγμα της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής της Γαλλίας και ένα από τα αρχιτεκτονικά ενδιαφέροντα της εποχής, σημείο επίσκεψης όλων των ταξιδιωτών (Εικ. 14). Επίσης ο Quatremère de Quincy στο Λεξικό της Αρχιτεκτονικής του 1832 στο λήμμα Βασιλική σημείωνε ότι: το παράδειγμα της Βασιλικής ταιριάζει με τις σύγχρονες λατρευτικές ανάγκες καθώς στο εσωτερικό η κορινθιακή κιονοστοιχία είναι κατάλληλη για να δώσει μεγαλοπρέπεια στον χώρο, η επίπεδη στέγη του κεντρικού κλίτους και το ημικύκλιο της αψίδας ολοκληρώνουν και εγγυώνται την κανονικότητα της κάτοψης αλλά και την μεγαλοπρέπεια της όψης. Όμως φαίνεται ότι αυτές οι αναζητήσεις ήταν μακριά από την ελληνική αρχιτεκτονική.14
Τα γενικά χαρακτηριστικά που επεδίωξε στα έργα του ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου, όπως η συμμετρία, τα αυστηρά ανοίγματα, ο κλασικός διάκοσμος, σε ορισμένες περιπτώσεις όπως η εκκλησία της Αγίας Ειρήνης και η εκκλησία του Άγιου Γεώργιου Καρύτση στην Αθήνα, συνδυάστηκαν, ίσως αναγκαστικά, με βυζαντινά στοιχεία, απομακρύνοντας έτσι την πορεία της ελληνικής ναοδομίας προς τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Τελικά, η παλαιά εκκλησία του Αγίου Ανδρέα στην Πάτρα είναι ένα έργο το οποίο παρουσιάζει τις συνθήκες παραγωγής της ελληνικής αρχιτεκτονικής: ο τόπος όπου κατασκευάστηκε ήταν εκτός σχεδίου, υπάρχει ασάφεια ως προς την πατρότητα του έργου, ο αρχιτέκτονας στον οποίον αποδίδεται κατακρίθηκε για τις επιλογές του, το ίδιο το κτήριο δεν υλοποιήθηκε όπως ίσως το σχεδίασε ο αρχιτέκτονας, και η κοινότητα για λόγους ενίσχυσης του τοπικού συναισθήματος επέλεξε την υλοποίηση μιας δεύτερης εκκλησίας αφιερωμένη στον ίδιο άγιο, δίπλα στην πρώτη.