Maio / Langarita-Navarro
Χώρος
Ώρα έναρξης
Hashtag
Συνοψη
Ο φορέας σύγχρονης αρχιτεκτονικής DOMa, καλωσόρισε με ιδιαίτερη χαρά τους Langarita–Navarro από τη Μαδρίτη και τους MAIO από τη Βαρκελώνη, στη δεύτερη ημερίδα της σειράς DOMa Lectures που αποσκοπεί στη συσχέτιση αρχιτεκτονικών γραφείων με συναφή γνωρίσματα στο έργο τους.
Ο Γιώργος Πανέτσος από την πλευρά του DOMa ανέβηκε στη σκηνή του αμφιθεάτρου του Μουσείου Μπενάκη για να μας καλωσορίσει στην απογευματινή ημερίδα του DOMa Lectures και να μοιραστεί μαζί μας κάποια προκαταρτικά λόγια και σκέψεις για την παρουσίαση που θα ακολουθούσε. Μιλώντας αρχικά για το αρχιτεκτονικό γραφείο Langarita–Navarro, σημείωσε ότι οι αρχιτέκτονες θίγουν πολλά και ετερογενή ζητήματα στο έργο τους, με εξέχοντα την ένταξη της τεχνολογίας και, κυρίως, τον καίριο ρόλο που καταλαμβάνουν οι υλικότητες στη συνολική τους προβληματική.
Παίρνοντας τον λόγο, η María Langarita και ο Víctor Navarro μας ξενάγησαν σε επτά κομβικά έργα –μέσα από μια ανθολόγηση ετερόκλητων μελετών που διέτρεξαν όλη την κλίμακα– και αποτύπωσαν την προσέγγισή τους ως μία διαρκή και επίπονη συλλογιστική πάνω στα όρια της αρχιτεκτονικής και των υλικών, ήτοι του τι είναι δυνατόν να νοηθεί κάθε φορά ως αρχιτεκτονικό «πρόβλημα». Έτσι, συνόψισαν τη φιλοσοφία τους στο αποφθεγματικό “Bust and Pelt”, μία σχεδόν συνθηματολογική διατύπωση με την οποία μας προσκάλεσαν να δούμε μέσα από το βλέμμα τους το πώς η αρχιτεκτονική ουσιαστικά επιτελείται μέσα από τις υλικότητες. Ως ισορροπία ανάμεσα σε ό,τι είναι σκληρό, ανόργανο και αδρανές (“bust”, δηλαδή προτομή) και ό,τι είναι μαλακό, οργανικό και ζωοφόρο (“pelt”, δηλαδή δέρμα), οι Langarita και Navarro όρισαν την πρότασή τους ως μία διαλεκτική έντασης και ανατροφοδότησης ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους.
Εάν αυτή η προσέγγιση βρήκε σε κάποιο έργο την πιο επιτυχή της συμπύκνωση, τότε αυτό είναι το “Red Bull Music Academy” στη Μαδρίτη, το οποίο λειτούργησε ως ιδανική μελέτη περίπτωσης (case study) για το σύνολο της πρακτικής τους. Ανταποκρινόμενοι σε ένα ασφυκτικό χρονικά κάλεσμα σχεδιασμού ενός χώρου για τη στέγαση της περιοδεύουσας μουσικής ακαδημίας, οι αρχιτέκτονες αξιοποίησαν μια υπάρχουσα δομή στο κέντρο της πόλης, ένα πρώην σφαγείο, για να δημιουργήσουν εντός του σκελετού του μια πρόσκαιρη «μαλακή δομή» με τη μορφή μιας πόλης-κήπου, η οποία και θα φιλοξενούσε το καλλιτεχνικό πρόγραμμα της διοργάνωσης. Σε άμεσο διάλογο με τον παρακείμενο ποταμό και το φυτικό του σύμπαν, οι αρχιτέκτονες δημιούργησαν μία μικρογραφία πόλης εντός του κτηρίου που απαρτιζόταν ουσιαστικά από νησίδες-δωμάτια που είχαν ως στόχο να δημιουργήσουν ένα κύκλωμα θέρμης και συντροφικότητας ανάμεσα στους συμμετέχοντες. Παρόλο που το έργο δημιουργήθηκε αποκλειστικά για τις ανάγκες της ακαδημίας, είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι αγκαλιάστηκε από τους κατοίκους της πόλης και συνέχισε τη λειτουργία του για τρία χρόνια. Το γεγονός ότι μετά το οριστικό του κλείσιμό του «καταλήφθηκε» περαιτέρω από τη φύση και αποτέλεσε καταφύγιο ζώων αποτέλεσε ίσως και την πιο εύστοχη επωδό για την πρακτική των Langarita–Navarro: τουτέστιν, του πώς να δουλεύουμε με το ήδη υπάρχον σε έναν κύκλο βιωσιμότητας για να δημιουργήσουμε το «νέο», το οποίο με τη σειρά του και με το πέρασμα του χρόνου θα αποσυρθεί και θα ενταχθεί και αυτό στο δέρμα της πραγματικότητας.
Οι Langarita–Navarro σημείωσαν στην παρουσίασή τους ότι οι απαρχές της επαγγελματικής τους πορείας τοποθετούνται λίγο μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, μια κατάσταση εξαίρεσης που καθόρισε, όπως είπαν, το αρχιτεκτονικό τους ποιείν, πέρα από το χτύπημα που επέφερε στην οικοδομική αγορά και την επακόλουθη αναδίπλωση της αρχιτεκτονικής δραστηριότητας. Παρουσίασε εξαιρετικό ενδιαφέρον τότε ότι στο δεύτερο μέρος της εκδήλωσης, το αρχιτεκτονικό γραφείο ΜΑΙΟ, δια στόματος Anna Puigjaner και Guillermo López, συνέδεσε ευθέως την πρακτική του ως απάντηση σε αυτό το «έτος μηδέν» για τη σύγχρονη (αρχιτεκτονική) πραγματικότητα, πολιτογραφώντας με αυτόν τον τρόπο τα δύο προσκεκλημένα γραφεία ως «προϊόντα της κρίσης» και προσφέροντας ταυτόχρονα ένα πολύτιμο εννοιολογικό νήμα για την κατανόηση των επιμέρους πορειών τους.
Στην περίπτωση των MAIO, η αντίδραση τους σε αυτή τη νέα εποχή ήταν η διερώτηση γύρω από το πρόσημο της οικιακής ζωής και η επανανοηματοδότησή της με βάση τις νέες ανάγκες και τους οικογενειακούς σχηματισμούς που δημιουργήθηκαν στον απόηχο της τελευταίας δεκαπενταετίας. Έτσι, κύριο αντικείμενο της εργασίας τους είναι η τυπολογία της κατοικίας, ενώ το αρχιτεκτονικό τους στίγμα διατυπώνεται ως μια ανταπόκριση στην πολυπλοκότητα του σύγχρονου τρόπου ζωής και μια αντιπρόταση «χωρικών συστημάτων που επιτρέπουν την ποικιλία και την ανάπτυξη μέσα στον χρόνο». Στο πρώτο σκέλος της παρουσίασής τους, μέσα από τα παραδείγματα δύο κτηρίων κατοικιών, οι MAIO στάθηκαν κριτικά απέναντι στις καθιερωμένες χρήσεις των χώρων όπως αυτές έχουν παγιωθεί μέσα από έναν οικοδομικό κανονισμό, ο οποίος φαίνεται να έχει δημιουργηθεί για να καλύψει πρωτίστως τις ανάγκες της πυρηνικής οικογένειας. Αξιοποιώντας τα εννοιολογικά διάκενα που επιτρέπει αυτός ο κανονισμός στη χώρα τους, οι MAIO έδειξαν ευφάνταστα πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε χώρους με εναλλασσόμενες λειτουργίες, οι οποίοι δεν καθηλώνονται σε τρόπους ζωής που ανήκουν σε περασμένες δεκαετίες και, συνεπώς, νοοτροπίες. Η πρόταση αυτή αποτυπώθηκε πιο εύστοχα μέσα από την ιστορική τους έρευνα για τα διαμερίσματα που δεν φέρουν κουζίνες –αποσπώντας έτσι από τη σφαίρα της οικιακής ζωής έναν πρωταρχικό χώρο που έχει συνδεθεί στερεοτυπικά με τον ρόλο της γυναίκας/μητέρας ως τροφού εντός της πυρηνικής οικογένειας– αλλά κυρίως μέσα από την εντυπωσιακή εξέταση της τυπολογίας της δημόσιας κουζίνας όπως αυτή απαντάται στις πόλεις της Λίμας, της Πόλης του Μεξικό και του Τόκιο. Με όχημα έναν χώρο κυτταρικό όπως είναι η κουζίνα, οι MAIO απέδειξαν πώς η έννοια της φροντίδας και της παροχής της μπορεί να «απεγκλωβιστεί» από το κλειστό κύκλωμα του χώρου διαβίωσης της πυρηνικής οικογένειας και να διαχυθεί στο πεδίο της γειτονιάς, της κοινότητας και της πόλης, δημιουργώντας νέες παραδόσεις του Κοινωνείν. Εάν πρέπει να συγκρατήσουμε μια φράση που συμπύκνωσε τη δημιουργική ανησυχία των ΜΑΙΟ και της κατασταλαγμένης εναντίωσής τους στις άκαμπτες προσταγές του μοντερνισμού, όπως είπαν, αυτή θα ήταν η ακόλουθη αποστροφή σε κάποια στιγμή του λόγου τους: “It’s not about invention, but intention.”
Σε αυτόν τον τόνο, η εκδήλωση μπήκε στην τελική της ευθεία, όπου οι εκπρόσωποι των δύο γραφείων μοιράστηκαν σε μια ζεστή και φιλική συζήτηση τις σκέψεις τους για τις κοινές συνισταμένες ανάμεσα στις πρακτικές τους, την αγωνία τους δηλαδή για μια αρχιτεκτονική που ανακάμπτει (resilient), για έναν σχεδιασμό που ενσωματώνει και τελικώς προοικονομεί τα μελλοντικά του κόστη, για το πώς οφείλουμε να διαχειριζόμαστε τους πόρους και τα αποθέματά μας και για το πώς παράγουμε τις ποιότητες του σύγχρονου βίου σε όλο το φάσμα του. Έτσι, μέσα από μία ειλικρινή συνομιλία, διεκδίκησαν την επανανοηματοδότητη της ιδιότητας του αρχιτέκτονα μακριά από τον «στεγνό» ρόλο που του έχει επιφυλάξει η σύγχρονη ιστοριογραφία και φέρνοντάς τον πιο κοντά στις έννοιες του μοιράσματος, της βίωσης της χαράς ως κύριας διάστασης της άσκησης της αρχιτεκτονικής πρακτικής και της αξίας των ανθρώπινων δεσμών ως αρχή και τέλους του ίδιου του αρχιτεκτονικού λειτουργήματος.
Τέλος, την εκδήλωση εγκαινίασε η παρουσίαση της εταιρείας συστημάτων αλουμινίου Alumil από τον κύριο Μιχάλη Μουσμούλη, ενώ η κυρία Θέκλα Παρούση από την πλευρά της εταιρείας συστημάτων αλουμινίου ETEM παρουσίασε το σύστημα VFS (Ventilated Façade System) στη μικρή διακοπή ανάμεσα στις δύο εισηγήσεις, η οποία συμπληρώθηκε περαιτέρω από την προβολή ενός ενημερωτικού video από την εταιρεία KNAUF.