Υπαιθρος - Wilderness hero
Ημερίδα

Υπαιθρος - Wilderness

Χώρος
Ρομάντσο
Ώρα έναρξης
18.00 - 21.00

Συνοψη

Στο πλαίσιο του DOMa Summer School 2025 πραγματοποιήθηκε ημερίδα, στις 21 Φεβρουαρίου, στο Ρομάντσο, με θέμα "Ύπαιθρος - Wilderness", και ομιλητές καθηγητές από όλες τις αρχιτεκτονικές σχολές της χώρας.

Τι σημαίνει τελικά “wilderness”; Είναι η ύπαιθρος το αντίθετο της πόλης; Με ποιους όρους εξορμά το αρχιτεκτονικό ιδίωμα στην επαρχία και πώς επιτυγχάνει –εάν τελικώς επιτυγχάνει– την ισορροπία ανάμεσα στο τεχνητό και το φυσικό; Μπορούμε πραγματικά να διεκδικούμε ακόμα μία μητρική και καταγωγική σχέση με τη φύση στον αιώνα της κλιματικής κρίσης;

Λίγους μήνες πριν την επιστροφή του στο Ξενία Ανδρίτσαινας, το DOMa Summer School –το διεθνές αρχιτεκτονικό εργαστήριο που προσκαλεί σημαντικές προσωπικότητες και επαγγελματίες του χώρου για να πυροδοτήσει συζητήσεις, διεργασίες και συνέργειες πάνω στις σύγχρονες αρχιτεκτονικές αγωνίες– εγκαινίασε τη φάση προπαρασκευής του για το φετινό θεματικό κύκλο μέσα από την εναρκτήρια παρουσίαση που πραγματοποιήθηκε στο ισόγειο του Ρομάντσου την Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου.

Καλωσορίζοντάς μας στην εκδήλωση, οι επιμελητές Χάρης Μπίσκος και Θανάσης Μάνης σκιαγράφησαν συνοπτικά αλλά ουσιαστικά τις παραμέτρους μέσα από τις οποίες η εφήμερη ομάδα εργασίας των προσκεκλημένων ομιλητών θα προσέγγιζε το θέμα της συζήτησης, ήτοι τη σχέση της αρχιτεκτονικής με την ύπαιθρο, με εναρκτήριο λάκτισμα τη φαινομενικά αδιάβατη έννοια του “wilderness”.

Η Αλεξάνδρα Βούγια από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης πήρε πρώτη το λόγο και προσέφερε μία βάση κατανόησης από όπου θα μπορούσε να εκκινήσει αυτή η σκυταλοδρομία τοποθετήσεων και συλλογισμών, επιχειρώντας την κυριολεκτική μετάφραση του όρου “wilderness”, καθώς και την απόδοση των νοηματικών αποχρώσεων που κρύβει μέσα του. Στην πορεία, έθιξε ορισμένες στερεοτυπικές προσλήψεις γύρω από την έννοια της υπαίθρου και την περίφημη «απόσταση ασφαλείας» που φαίνεται να διατηρεί από την πόλη, δίνοντας έμφαση στο πώς το αστικό στοιχείο εκβάλλει προγραμματικά πέρα από τα όρια της πόλεως για να διαχυθεί στις εκτάσεις της επικράτειας. Πέρα απ’ το ότι η επικράτεια απορροφάται διαρκώς από τις δυνάμεις της αστικοποίησης μέσα από τις όποιες ανθρωπογενείς επεμβάσεις, η Αλεξάνδρα Βούγια υπογράμμισε μία θεμελιώδη παραπλάνηση στη συζήτηση μας γύρω από το δίπολο πόλη<->φύση: η ύπαιθρος ως αντιπαράδειγμα του αστικού, ως προ-μοντέρνο, προ-καπιταλιστικό και εξιδανικευμένο μοντέλο ζωής είναι μία απροσπέλαστη πλέον έννοια και, τελικώς, ανέφικτη κατάσταση, καθώς το αστικό στοιχείο έχει πρωτίστως εκβάλλει νοηματικά στις εργαλειακές προσλήψεις που διατηρούμε γύρω από την ύπαιθρο.

Η Μαρία Γρηγοριάδου από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης που τη διαδέχτηκε εστίασε σε μία συγκεκριμένη μελέτη υπόθεσης –την αποκατάσταση του τοπίου και τον ανασχεδιασμό της ευρύτερης περιοχής του Ορυχείου Αμυνταίου– για να φωτίσει τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να προσεγγίσουμε τις περιοχές που χρήζουν επούλωσης από το ανθρώπινο αποτύπωμα. Στην παρουσίασή της, η ύπαιθρος σκιαγραφήθηκε ως χωρική οντότητα που φέρει τα υπολειμματικά ίχνη της ανθρώπινης παραγωγικής δραστηριότητας, στην προκειμένη περίπτωση την αλλοίωση του εδάφους μέσα από την εξόρυξη λιγνίτη. Στο έργο, η ύπαιθρος κατακτάει ξανά την υπόστασή της μέσα από τη δημιουργία ενός νέου οικοσυστήματος, ενώ η ανθρώπινη παρουσία –δη η αρχιτεκτονική– «παραμένει» στο έργο σε ρόλο διακριτικού επόπτη που συντονίζει τη μετοίκηση της χλωρίδας και της πανίδας στη νέα γη.

Η συνέχεια άνηκε στον Κωνσταντίνο Κίζη από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ο οποίος επέλεξε να εξερευνήσει την επενέργεια του αρχιτεκτονικού βλέμματος στην ύπαιθρο μέσα από την περίπτωση των τοπικών μουσείων που απαντώνται στην ελληνική επαρχία. Μέσα από τα παραδείγματα του Υπαίθριου Μουσείου Υδροκίνησης στη Δημητσάνα –από την κατασκευή του οποίου διατηρεί προσωπικές παιδικές μνήμες– το Μουσείο Δασικής Ιστορίας του όρους Μαινάλου και το Μουσείου Μαστίχας στη Χίο, ο Κωνσταντίνος Κίζης αποκάλυψε τον ρευστό ετεροκαθορισμό που βρίσκεται στην καρδιά του διπόλου αρχιτεκτονική<->φύση: όσο απομακρύνεται η «αγριάδα» του φυσικού τοπίου χάριν της στρατηγικής εισβολής του κτηριακού στοιχείου μέσα από το «πρόσχημα» της πολιτισμικής κληρονομιάς, άλλο τόσο η ίδια η φύση, στο βαθμό που δεν είναι πλήρως πραγμοποιημένη και ετεροποιημένη ως «η Άλλη», εισβάλλει στο αρχιτεκτονικό κεκτημένο, άλλοτε με όρους τακτικής και άλλοτε πιο συντεταγμένα. Παράλληλα, μέσα από τη ξενάγησή μας στο υπό κατασκευή τεχνητό πάρκο στη Λευκωσία, έργο στο οποίο συμμετέχει ως αρχιτέκτονας, ο Κωνσταντίνος Κίζης φωτογράφησε μία αυθεντική στιγμή διαπραγμάτευσης ανάμεσα στο φυσικό και το τεχνητό: μία φαντασιακή φύση (το πάρκο) έρχεται να εγκατασταθεί εντός του υλικού υποστρώματος της πόλης και να διεκδικήσει μία άλλη φωνή, δημιουργώντας μία δυναμική έντασης ανάμεσα στα δύο στοιχεία και τροφοδοτώντας εκ νέου τη συζήτηση για το κατά πόσο η αρχιτεκτονική μπορεί να συμβιβάσει αυτά τα δύο στοιχεία χωρίς να αναγκάσει κάποιο από αυτά σε υποχώρηση.

Εάν μία από τις πιο χαρακτηριστικές ευκαιρίες που επιφυλάσσει η περίπτωση της υπαίθρου είναι η «υπόσχεση» μιας εναλλακτικής ιδέας για το σύγχρονο ζην, όπως σημείωσε ο Θανάσης Μάνης στην εισαγωγή του, τότε η τοποθέτηση της Κατερίνα Κοτζιά του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων αποτέλεσε την ιδανικότερη εμβάθυνση σε αυτήν. Μέσα από το ερώτημα «Ποιος τελικά θα ζήσει στα χωριά και γιατί;», η Κατερίνα Κοτζιά ανίχνευσε τη δυναμική της εντεινόμενης κατοίκησης στην επαρχία μέσα από το ρεύμα της μετοίκησης που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, μία τάση που τροφοδοτείται κυρίως από θιασώτες της ψηφιακής/νομαδικής εργασίας και ενός μετα-αστικού (post-urban) τρόπου ζωής. Όπως σε κάθε εισήγηση στην εκδήλωση, στο δίπολο πόλη<->φύση καμία μονοσήμαντη ενέργεια δεν λαμβάνει χώρα, μόνο μία διαρκής αμφιθυμία και ανταλλαγή νοηματοδοτήσεων: η μετοίκηση στη φύση μπορεί να διεκδικεί το χαμένο έδαφος στη σχέση μας με το σώμα (εάν η φύση εκτελεί τη μετάφραση σε αυτή τη σχέση), αυτό όμως συμβαίνει τη στιγμή που η έννοια της σωματικότητας πλήττεται όλο και πιο ισχυρά από τη ψηφιακότητα και την αιθέρια αποσπασματικότητα του σύγχρονου γίγνεσθαι. Υπογραμμίζοντας με κριτική διάθεση την ενισχυόμενη αυτή τάση προσφυγής στη φύση από την πλευρά των πρώην κοινωνών του άστεως, η Κατερίνα Κοτζιά αποκάλυψε το όραμα της αυτονομίας στη φύση ως μία ιδιότυπη αυτοεξορία που αγκαλιάζει περισσότερο τη σύγχυση παρά την ποθητή ολοκλήρωση που υπόσχεται το αφήγημα της «επιστροφής στη φύση».

Στη συνέχεια της συζήτησης, η Ασπασία Κουζούπη από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας έστρεψε ξανά το ενδιαφέρον της συγκέντρωσης στο εννοιολογικό αίνιγμα του όρου “wilderness” και τις πολυσχιδείς εμφανίσεις του. Επιχειρώντας μία ακτινογραφία της διχοτομίας που έχει συντελεστεί ανάμεσα στη φύση και τον πολιτισμό, η Ασπασία Κουζούπη όρισε αρχικά το “wilderness” ως «ανήμερη ύπαιθρο» ή απλούστερα «άγρια φύση», για να μας υποδείξει ως πρώτο τεκμήριο της πάλαι ποτέ αρμονικής συνύπαρξης ανάμεσα στην πόλη και τη φύση την αριστοτελική οπτική, όπου «η πόλη ανήκει στα φυσικά» και ουσιαστικά δεν εκκινεί ως αντίθεση στη φύση αλλά ως εν δυνάμει ταύτιση μαζί της. Μέσα από άλλες θεωρητικές αναφορές που έφτασαν μέχρι την ύστερη νεωτερικότητα, μας ξενάγησε σε μια διχοτόμηση σε αργή κίνηση μέσα στους αιώνες, για να φτάσουμε τελικώς στη σημερινή δυστοπία του απόλυτου διαχωρισμού κοινωνίας και φύσης. Σε αυτό το χορό, η αρχιτεκτονική φαίνεται ότι στέκεται από την πλευρά του πολιτισμού, απορροφώντας και εκείνη τις προσλήψεις για τη φύση ως ένα μυθικό και ασαφές «απέναντι».

Είναι πάντοτε μία ευτυχής στιγμή όταν η λογοτεχνία –ή οποιαδήποτε άλλη τέχνη εκτός του οριοθετημένου σύμπαντος της αρχιτεκτονικής– παρέχει τη σπίθα για τη γέννηση ενός συλλογισμού. Έτσι, η Αγάπη Πρωίμου από το Πανεπιστήμιο Πατρών, με αφορμή το βιβλίο Ο Χάρτης και η Επικράτεια του Μισέλ Ουελμπέκ, από το οποίο μας διάβασε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα ως συνδετικό κρίκο για τη δική της μελέτη περίπτωσης, εστίασε στην τουριστική ανάπτυξη των οικισμών στο βόρειο τμήμα της Κρήτης. Εδώ επισημάνθηκε ένα άλλο φαινόμενο, όχι τόσο η εξαφάνιση της φύσης αλλά η αποκοπή από αυτή ενώ παράλληλα παραμένει διαρκώς στο οπτικό πλάνο του κατοίκου, του επισκέπτη, του χρήστη του τοπίου εν γένει. Η ανάπτυξη των οικισμών και του μετώπου του δρόμου –ενός οδικού άξονα που λειτουργεί ταυτόχρονα ως λωρίδα εντατικής διασκέδασης και κατανάλωσης– έχει οδηγήσει στην απόσπαση της ενδοχώρας από το θαλάσσιο στοιχείο μέσα από την παρεμβολή του τουριστικού/οικιστικού/ημι-αστικού sprawl, ενώ παράλληλα η ύπαιθρος που παρεμβαλλόταν ανάμεσα στους οικισμούς έχει εξαφανιστεί ή απλά απομένει αμήχανα στο πλάι του δρόμου ως χωρικός θόρυβος. Το αποτέλεσμα: σε μερικές περιπτώσεις, δεν διαχωρίζεται μόνο ο άνθρωπος από τη φύση, αλλά η δυναμικότητα της παρέμβασης είναι τόσο αδιαπραγμάτευτη και εγκάρσια που μπορεί να οδηγήσει δύο στοιχεία της φύσης (θαλάσσιο και χερσαίο) σε πλήρη αποξένωση μεταξύ τους. Η αναφορά της Αγάπης Πρωίμου στην περίπτωση της Σαντορίνης απλά συνόψισε το αυτονόητο: η πλήρης υπαγωγή της φύσης στην (ανάγκη;) της τουριστικής ανάπτυξης (ή αλλιώς, στην αυτοαναφορικότητα και το ναρκισσισμό της αρχιτεκτονικής χειρονομίας) απωθεί όλο και περισσότερο την πιθανότητα να κατανοήσουμε το αίνιγμα της φύσης και, πολύ περισσότερο, να μπορέσουμε να σταθούμε ξανά μέσα της ως υποκείμενα που έχουν διεκδικήσει και κερδίσει τη ζωογόνα σχέση μαζί της.

Με την καταληκτική εισήγηση του Δημήτρη Τσακαλάκη από το Πολυτεχνείο Κρήτης, παραμείναμε στην επικράτεια του νησιού, για να επισκεφτούμε ορισμένες περιπτώσεις οικισμών ως ερεθίσματα για ένα ευρύτερο συλλογισμό: άραγε η ενασχόλησή μας ως αρχιτέκτονες με την ύπαιθρο εξαντλείται στο βαθμό που μπορούμε τελικώς να τη σχεδιάσουμε; Είναι τελικά αυτός ο μόνος τρόπος που μπορεί να παρευρεθεί ο αρχιτεκτονικός λογισμός στις εκτάσεις του «ερημότοπου», όπως πολύ εύστοχα απέδωσε ο Δημήτρης Τσακαλάκης τον όρο “wilderness”; Ή θα πρέπει, πέρα από την κατεξοχήν παρουσία και υλοποίηση της αρχιτεκτονικής στην ύπαιθρο μέσα από το σχεδιασμό κατοικιών στους οικισμούς ή και ολόκληρων οικισμών, να φανταστούμε και να επινοήσουμε εκ νέου μία «αόρατη» παρουσία της αρχιτεκτονικής η οποία θα επενεργεί στο τοπίο χωρίς να το κατατέμνει ή να το ανατέμνει, αλλά εμπνέοντάς το με μία άλλη δυναμική που θα αφουγκράζεται πρωτίστως το παιχνίδισμα της φύσης με το χώρο;

Δεν είναι καθόλου τυχαίο τότε ότι οι εισηγήσεις έκλεισαν όπως ξεκίνησαν, με ένα κύκλο ενεργών ερωτημάτων, με μία όμως κεντρική διαπίστωση ανάμεσα στους παρευρισκόμενους: για να ορίσουμε την ύπαιθρο, θα πρέπει να ορίσουμε και την πόλη. Καμία κίνηση σε αυτή τη συζήτηση δεν μπορεί να είναι μονόδρομη. Όμως, για να μπορέσουμε να ορίσουμε τη φύση (εάν ποτέ ορίζεται πλήρως η φύση), θα πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τις φαντασιακές προβολές πάνω της ως μιας μυθικής Αρκαδίας, ενός τόπου ανέγγιχτου από τον πολιτισμό όπου οι άνθρωποι θα ζήσουν ξανά ως θεοί. Παράλληλα, η δυσκολία της γλώσσας να προσεγγίσει ορισμένες έννοιες και η αμηχανία της ορολογίας όπως συνοψίστηκε από το διαφυγόν νόημα του όρου “wilderness” δείχνουν ότι η κατανόησή μας για τη φύση έχει ένα απτό όριο, τουλάχιστον για την ώρα. Ίσως τελικά το περίφημο “wilderness” της συνάντησης να είναι ένα εσώτερο τοπίο, στο οποίο θα πρέπει να καταφύγουμε για να μπορέσουμε να συλλάβουμε ξανά λέξεις όπως «πόλη», «φύση», «αρχιτεκτονική», «ύπαιθρος» σε ένα ξέφωτο απυρόβλητο από ιδεοληπτικές προβολές και μακριά από δυαδικά σχήματα που επιτείνουν την παρεξήγηση και την ένταση.

χορηγοι
ΓΙΝΕΤΕ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΗΣ
Αποκτήστε συνδρομή στις εκδόσεις DOMa και γίνετε σταθερός αναγνώστης αρχιτεκτονικών περιοδικών εκδόσεων με σύγχρονη επιμελητική προσέγγιση και εμπεριστατωμένη ενημέρωση.