Η αρχιτεκτονικη στην εποχη της μαζικης εξαφανισης
«Και μπορεί να βρεθείς να ζείς σε μια εποχή μαζικής εξαφάνισης»
Timothy Morton
Σε ένα από τα τελευταία άρθρα του ο Γιάννης Παπαϊωάννου είχε δημοσιεύσει ένα διάγραμμα πρόβλεψης των πιθανοτήτων εξαφάνισης του ανθρώπινου πολιτισμού κατά τον 21ο αιώνα01. (Εικ. 1) Στη συγκεκριμένη γραφική παράσταση καταγράφονται αυξημένες πιθανότητες μαζικής εξαφάνισης της ζωής από τη Γη κατά την περίοδο 2030-40 λόγω της περιβαλλοντικής κρίσης. Το διάγραμμα αυτό, το οποίο βασιζόταν σε συμπεράσματα της έρευνας του γραφείου του Κωνσταντίνου Δοξιάδη για την «Πόλη του μέλλοντος», φαίνεται δυστυχώς να επαληθεύεται στις ημέρες μας. Οι οικολογικές καταστροφές, ως άμεση ή έμμεση συνέπεια των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, αποτελούν πλέον σύνηθες θέμα της επικαιρότητας. Τα παραδείγματα είναι πολλά: Οι καταστροφικές πλημμύρες του 2017 στη Μάνδρα Αττικής οφείλονταν στην αυθαίρετη δόμηση κατά μήκος των διαδρομών των τοπικών ρεμάτων. Οι πρόσφατες πυρκαγιές στην Αυστραλία έλαβαν τεράστια έκταση λόγω της κλιματικής αλλαγής και των ιδιαίτερα αυξημένων θερμοκρασιών στην περιοχή. Ακόμη όμως πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων 40 ετών έχουν εξαφανιστεί περισσότερα από τα μισά είδη σπονδυλωτών ζώων που ζούσαν τον περασμένο αιώνα. Ο άνθρωπος ως συλλογικό ον επηρεάζει το κλίμα, οδηγεί σε εξαφάνιση εκατοντάδες είδη ζώων και φυτών, και φαίνεται πλέον να θέτει σε κίνδυνο ακόμη και τη δική του παρουσία στον πλανήτη.
Θα περίμενε κανείς ότι οι παραπάνω απειλές θα έφερναν μεγάλες ανατροπές στην ανθρώπινη σκέψη, τον πολιτισμό αλλά και τον σχεδιασμό του δομημένου περιβάλλοντος. Είναι γεγονός ότι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι αναπροσαρμόζουν την καθημερινότητά τους σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, λαμβάνοντας δηλαδή υπόψη το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των ενεργειών τους. Έχει όμως επηρεαστεί ανάλογα και ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός; Μπορεί να έχουν γίνει ευρέως γνωστές οι βασικές αρχές του βιοκλιματικού σχεδιασμού και να έχει διαδοθεί η εφαρμογή των νέων «πράσινων» τεχνολογιών. Είναι όμως αμφίβολο αν τα παραπάνω αποτελούν ικανοποιητική απάντηση στο πρόβλημα, καθώς επίσης και αν είναι αποτέλεσμα ειλικρινούς συνειδητοποίησης του κινδύνου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική και πιο συγκεκριμένα η ανάπτυξη που γνωρίζει ο τομέας του τουρισμού. Η χρήση βιοκλιματικών αρχών και αειφορικών τεχνολογιών, όπως τα φυτεμένα δώματα, τα συστήματα φυσικού αερισμού, η γεωθερμία κ.ά. είναι ευρέως διαδεδομένη. Είναι όμως σπάνιες οι περιπτώσεις εκείνες όπου το υψηλό γενικά επίπεδο των έργων συνοδεύεται από μια αναστοχαστική προσέγγιση του σχεδιασμού με βάση την περιβαλλοντική κρίση. Ακόμη πιο προβληματικό είναι το γεγονός ότι οι εφαρμογές των «πράσινων» τεχνολογιών συχνά αφορούν έργα τα οποία εκμεταλλεύονται εξαντλητικά το φυσικό περιβάλλον χάριν της τουριστικής ανάπτυξης.
Μια από τις μεγάλες δυσκολίες στην κατανόηση του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής αφορά στη σχέση ατομικής και συλλογικής ευθύνης. Το μερίδιο ευθύνης κάθε ατόμου στο πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής είναι πρακτικά μηδαμινό. Τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει ακόμη και αν οποιοσδήποτε από εμάς εκμηδενίσει εντελώς το περιβαλλοντικό αποτύπωμά του. Την ίδια όμως στιγμή γνωρίζουμε ότι για την εξελισσόμενη καταστροφή, την αποκλειστική ευθύνη έχει ο άνθρωπος ως συλλογικό ον. Για το ίδιο ακριβώς πρόβλημα δεν έχουμε καμία ευθύνη αλλά ταυτόχρονα είμαστε και αποδεδειγμένα ένοχοι… Η ενοχή αυτή ξεκινάει να τεκμηριώνεται πολλά χρόνια πριν. Για ορισμένους μελετητές έχει ως αφετηρία τη νεολιθική περίοδο, όταν ξεκινάει η συστηματική εκμετάλλευση της γης από τον άνθρωπο. Σίγουρα εντείνεται την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, τη στιγμή που ο άνθρωπος παύει να είναι κατά κύριο ρόλο αγρότης και αποστασιοποιείται από τη φύση. Κατά τον Bruno Latour, ο διαχωρισμός μεταξύ φύσης και κοινωνίας βρίσκεται στο επίκεντρο του «μοντέρνου συντάγματος».02 Έκτοτε, το φυσικό τοπίο αντιμετωπίζεται όλο και πιο συχνά ως θέαμα, ως αντικείμενο αισθητικής απόλαυσης αρχικά από την τοπιογραφία αλλά αργότερα και από την αρχιτεκτονική. Η μοντέρνα αρχιτεκτονική δημιούργησε νέα κελύφη τα οποία προστάτευσαν, αλλά και αποξένωσαν τον άνθρωπο από τη φύση. Είτε ως όμορφα καδραρισμένη θέα είτε ως ουδέτερο φόντο, για τη μοντέρνα αρχιτεκτονική η φύση είναι ένας «άλλος» κόσμος. Είναι ακριβώς αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ ανθρώπινου πολιτισμού και φυσικού περιβάλλοντος που κλονίζεται κατά την εποχή της κλιματικής αλλαγής και των οικολογικών καταστροφών. Η φύση επιστρέφει ως απειλή και επηρεάζει, σε πλανητική πλέον κλίμακα, τον άνθρωπο ως συλλογικό ον.
Η δυνατότητα της σύγχρονης αειφορικής αρχιτεκτονικής να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή είναι ελάχιστη. Ο περιορισμός της εκπομπής των ρύπων και της σπατάλης των φυσικών πόρων είναι αναγκαίος, αλλά δυστυχώς είναι πλέον πολύ αργά για να σώσουμε τον πλανήτη κατασκευάζοντας πράσινα δώματα. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Timothy Morton, ο μόνος τρόπος για να λύσουμε το πρόβλημα θα ήταν να γυρίζαμε τον χρόνο πίσω, πριν από την αγροτική επανάσταση, και να αναθεωρούσαμε 12.000 χρόνια ανθρώπινου πολιτισμού.03 Το ερώτημα που τίθεται σήμερα αφορά περισσότερο τη φιλοσοφία και το ήθος του σχεδιασμού παρά την εφαρμογή νέων τεχνολογιών εξοικονόμησης ενέργειας. Πιο συγκεκριμένα, αφορά τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης ανθρώπου – φύσης και τον ρόλο που μπορεί να έχει η αρχιτεκτονική σε αυτή. Στις μέρες μας, πυκνώνουν οι φωνές που εύλογα ζητούν την προστασία και αποκατάσταση της φύσης. Η απειλούμενη και εξιδανικευμένη φύση συχνά παρουσιάζεται ως άρνηση της πόλης και του υλικού πολιτισμού. Με τον τρόπο αυτό όμως ενισχύεται ακόμη περισσότερο ο διαχωρισμός κοινωνίας – φύσης. Αυτός είναι ο λόγος που φιλόσοφοι της εποχής μας, όπως ο Timothy Morton και ο Bruno Latour, μιλούν για την αναγκαιότητα του «θανάτου της φύσης» και τη στροφή σε μια «οικολογία χωρίς φύση». Οι προτροπές αυτές δεν αναφέρονται βέβαια στο ενδεχόμενο μιας ολοκληρωτικής περιβαλλοντικής καταστροφής αλλά στη ριζική ανατροπή του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη φύση ο μοντέρνος άνθρωπος. Η ανατροπή αυτή μπορεί να συμβάλει και στην εξέλιξη του αρχιτεκτονικού και αστικού σχεδιασμού ενθαρρύνοντας τη δημιουργία νέων υβριδικών μορφών κτηριακών και αστικών υποδομών όπου τα υλικά στοιχεία συνυπάρχουν με τα φυσικά. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι δύο από τα πιο σημαντικά έργα της τελευταίας δεκαετίας, το High Line στη Νέα Υόρκη (Αρχιτέκτονες: J. Corner, Diller Scoffidio + Renfro, P. Oudolf) και ο πύργος κατοικιών Bosco Verticale στο Μιλάνο (Αρχιτέκτονες: Boeri Studio), εισήγαγαν με επιτυχία στην πόλη στοιχεία του φυσικού κόσμου, και μαζί τους νέα οικοσυστήματα, τα οποία δεν αρνούνται τον αστικό πολιτισμό αλλά τον επαναπροσδιορίζουν. Πολλά χρόνια νωρίτερα, βέβαια, ο Τάκης Ζενέτος είχε σχεδιάσει τη δική του πόλη του μέλλοντος, δίνοντας έμφαση στην ανοίκεια συνύπαρξη τεχνικών και φυσικών στοιχείων. Οι δικτυωματικές κατασκευές της «Ηλεκτρονικής πολεοδομίας» (Εικ. 2) δημιουργούσαν τις υποδομές για τη χρήση των επερχόμενων ηλεκτρονικών δικτύων αλλά και τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη υδροπονικών φυτεύσεων μακριά από το φυσικό έδαφος και μέχρι τα όρια της γήινης ατμόσφαιρας.
Κατά τον Γιάννη Παπαϊωάννου, και τους υπόλοιπους συνεργάτες του Κωνσταντίνου Δοξιάδη, ήταν αρκετά πιθανό να μην μπορέσει η ανθρωπότητα να ξεπεράσει την απειλή της μαζικής εξαφάνισης. Δυστυχώς, η σύγχρονη αρχιτεκτονική δεν φαίνεται να είναι σε θέση να ανατρέψει τις απαισιόδοξες προβλέψεις και να σώσει τον κόσμο. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός πρέπει να πάψει να εξελίσσεται και να αγνοεί τα όσα συμβαίνουν στον πλανήτη. Από τη στιγμή που δεν μπορούμε να δώσουμε λύση στο πρόβλημα το ελάχιστο που θα μπορούσαμε να κάνουμε θα ήταν, ακολουθώντας την προτροπή της Paola Antonelli04, να αντιμετωπίσουμε τις εξελίξεις με αξιοπρέπεια και να σχεδιάσουμε «ένα κομψό τέλος». Με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουμε τουλάχιστον να εξασφαλίσουμε τον σεβασμό από τους μελλοντικούς κατοίκους του πλανήτη Γη.