Dexamenes Seaside Hotel
Εικόνες8
Προβολη:
Φωτογραφίες
Σχέδια
Περιγραφη
Ο ιδιοκτήτης, ένας οραματιστής επιχειρηματίας που έγινε ξενοδόχος, επικοινώνησε για πρώτη φορά μαζί μας πριν από αρκετά χρόνια έχοντας στο νου του να μετατρέψει σε ξενοδοχείο ένα εγκαταλελειμμένο οινοποιείο στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου. Μετά από μια μακρά διαδικασία σχεδιασμού, επεξεργασίας και γραφειοκρατικών περιπετειών, η αφοσίωσή του στη διαχείριση του έργου απέδωσε, καθώς η πρώτη φάση ολοκληρώθηκε και το ‘Dexamenes Seaside Hotel’ ήδη λειτουργεί.
Η ιστορία του ‘Dexamenes’ χρονολογείται από την ‘εποχή της σταφίδας’. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας το 1830, η καλλιέργεια της σταφίδας αναπτύχθηκε εντυπωσιακά. Η σταφίδα ήταν το κυριότερο εξαγωγικό προϊόν του Ελληνικού Βασιλείου. Όταν, όμως, ξέσπασε στην Ελλάδα το 1910 η κρίση της σταφίδας, το εμπόριό της κατέρρευσε και ήταν αναγκαία η μετατροπή του αποθέματος σταφίδας σε εναλλακτικά προϊόντα, όπως το κρασί. Τότε δημιουργήθηκαν τα πρώτα οινοποιεία και αποστακτήρια. Οι δεξαμενές χτίστηκαν κυριολεκτικά πάνω στη θάλασσα, έτσι ώστε το κρασί να φορτώνεται με σωλήνες στα πλοία σε μια πλατφόρμα στην παραλία της Κουρούτας, ώστε έπειτα να φτάσει στις μεγάλες υπερπόντιες αγορές.
Οι εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές κατασκευές, που χαρακτηρίζουν το οικόπεδο, παρέμειναν σχεδόν ανέπαφες από τη δεκαετία του 1920. Κάθονται ήσυχα σε μια τοποθεσία που πραγματικά βυθίζει τα δάχτυλά της στα νερά μιας από τις πιο ανέγγιχτες και όμορφες ακτές της δυτικής Πελοποννήσου. Πρόκειται για τοποθεσία ιδεώδη για ξενοδοχείο. Από την αρχή ήταν σαφές για εμάς ότι η ισχυρή ιστορία και η άγρια ομορφιά των υφιστάμενων κτηρίων δεν πρέπει μόνο να διατηρηθούν, αλλά και να παρουσιάζονται με φινέτσα σε ένα σχέδιο που θα εμφυσούσε στους τοίχους τους νέα ζωή, θα αναδείκνυε τη βίαιη εικόνα τους με κομψές επεμβάσεις και, έτσι, θα μετέτρεπε την αυστηρή λειτουργικότητά τους σε ένα χώρο ηρεμίας, άνεσης και χαλάρωσης.
Αυτός ο μετασχηματισμός ήταν η κύρια πρόκληση του έργου. Αφού διάφορες ιδέες δοκιμάσθηκαν σε κάτοψη, το όραμα άρχισε να αποσαφηνίζεται. Χρειαζόταν να δουλέψουμε και να παίξουμε με τη γυμνή αισθητική του χώρου και να αποφύγουμε την εισαγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή υλικών ξένων προς αυτήν. Αυτή η συνειδητοποίηση βοήθησε να περιορίσουμε την παλέτα μας σε σκυρόδεμα, χάλυβα και ειδικό γυαλί, με την προσθήκη ξύλου ως νεύμα στη σύνδεση του τόπου με τη ναυτιλία και τη θάλασσα. Ήταν επίσης σαφές ότι η νέα κατασκευή έπρεπε να πατά ελαφρά και να αφήνει τα υπάρχοντα κτήρια σχετικώς ανέπαφα, ούτως ώστε αυτά να διατηρήσουν την ισχυρή παρουσία τους. Κλειδί του σχεδιασμού ήταν η αντίθεση και η εξισορρόπηση παλιού και νέου με κομψή χρήση μιας βιομηχανικής παλέτας.
Στο οικόπεδο κυριαρχούν δυο τσιμεντένιοι όγκοι που χωρίζονται κατά μήκος σε δυο σειρές των δέκα δεξαμενών. Αυτές οι δεξαμενές, διαστάσεων περίπου 5x6m, είχαν το τέλειο μέγεθος για δωμάτια ξενοδοχείου. Έτσι, σύντομα αναγνωρίσαμε τη γραμμική κάτοψη μιας σειράς πανομοιότυπων δωματίων με ανοίγματα προς την παρακείμενη παραλία. Η πρώτη φάση του έργου, που έχει ήδη ολοκληρωθεί, έχει συμπεριλάβει τη μετατροπή αυτής της πρώτης σειράς δεξαμενών, καθώς και την προσθήκη μιας ελαφράς κατασκευής στο ένα άκρο του όγκου. Όλες συνδέονται με ένα πλατύ διάδρομο, υπερυψωμένο ως προς την άμμο, που κατηφορίζει προς το νερό.
Το σημείο εισόδου στο ξενοδοχείο βρίσκεται πίσω από τις δεξαμενές. Πρόκειται για έναν κομψό στεγασμένο χώρο, που μοιάζει με περίπτερο, ανάμεσα στον εισερχόμενο και την παραλία. Όταν τα γυάλινα χωρίσματά του είναι πλήρως ανοιχτά, βγαίνει κανείς στην τσιμεντένια πλάκα και μπαίνει στην υποδοχή, όπου, αν φτάσει βράδυ, η ανταύγεια του περσιδωτού στεγάστρου από κόντρα πλακέ προσφέρει ένα θερμό καλωσόρισμα. Αν πάλι φτάσει κατά τη διάρκεια της ημέρας, η δροσιά της σκιάς που δημιουργεί προσφέρει ανακούφιση από τη ζέστη του ήλιου. Αισθάνεται κανείς το βάρος της ιστορίας του χώρου με τα γύρω τσιμεντένια κτήρια. Ωστόσο, νιώθει την ανάταση που προκαλεί η ενέργεια αυτού του καινούργιου, φωτεινού χώρου, απ’ όπου, καθώς μετακινείται στο μπαρ και το σαλόνι, βλέπει για πρώτη φορά τη θέα της θάλασσας. Μπορεί να συνεχίσει ευθεία, προς τα σκαλοπάτια που κατεβαίνουν στην ακροθαλασσιά. Αν πάλι στρίψει αριστερά και περπατήσει κατά μήκος του ανυψωμένου δρόμου, θα φτάσει στο δωμάτιό του και θα απολαύσει μια ιδιωτική θέα του ηλιοβασιλέματος από το υπόστεγο πάτιο του δωματίου.
Μπαίνοντας στη δεξαμενή του, αισθάνεται κανείς αμέσως την αντίθεση μεταξύ του δροσερού, ιδιωτικού, μοναστικού προσωπικού εσωτερικού χώρου και της θερμότητας από την έκθεση στο έξω. Τα μεγάλα συρόμενα παράθυρα μπορούν να ανοίξουν πλήρως στον θαλάσσιο αέρα του πάτιο ή να παραμείνουν κλειστά για να διατηρήσουν τη δροσιά, χωρίς να φράξουν τη θέα. Οι αναλογίες είναι ιδανικές: ένας άνετος προσεκτικά οργανωμένος και με όμορφες λεπτομέρειες χώρος εμβαδού 30m2, σχεδιασμένος για να καθίσει κανείς ανάμεσα στα τσιμεντένια τοιχώματα της δεξαμενής, των οποίων παραμένει εμφανής η μοναδική υφή και η πατίνα. Κάθε δωμάτιο διαθέτει ένα διπλό κρεβάτι και δίπλα ένα μονό κρεβάτι, που μπορεί να λειτουργήσει και ως καναπές. Διαθέτει, επίσης, μιαν ανοιχτή ντουλάπα, ένα χώρο αποθήκευσης και ένα λουτρό που χωρίζεται με τοίχο από γυαλί με υφή τέτοια που επιτρέπει στο φως του παραθύρου να φτάνει στο πίσω μέρος της δεξαμενής. Οι γυαλισμένες επιφάνειες μωσαϊκού παραπέμπουν στην πολυχρωμία που έχουν τα βότσαλα, που αποκαλύφθηκαν ως αδρανή όταν κόπηκαν οι τοίχοι από σκυρόδεμα για τη διάνοιξη των παραθύρων. Ένα τεράστιο διπλό ντους και ένα χωριστό WC φέρνουν μια αίσθηση πολυτελούς άνεσης στο μινιμαλιστικό, διακριτικό εσωτερικό. Τα στρατηγικά διατεταγμένα χαλύβδινα φώτα τοποθετούνται κατά μήκος ενός χαλύβδινου πλαισίου που υποστηρίζει τα διάφορα στοιχεία του δωματίου. Αναπτύσσεται από το λουτρό ως το υπνοδωμάτιο και τον εξωτερικό χώρο, όπου συνδέεται με το πλαίσιο που στηρίζει τα σκίαστρα και την κάλυψη του αιθρίου. Συνεχίζει συνδέοντας κάθε δεξαμενή και μετά τυλίγεται γύρω από το τέλος του όγκου, για να παράσχει τον φέροντα σκελετό του σαλονιού, του μπαρ και της υποδοχής.
Ο λεπτός και μαύρος αυτός σκελετός λειτουργεί σαν επισήμανση των νέων παρεμβάσεων. Υποδηλώνει την ευαίσθητη εισαγωγή μιας θερμής φιλοξενίας σε μια βιομηχανική εγκατάσταση. Πρόκειται για μια απλή χειρονομία που ανυψώνει αυτούς τους μονώροφους, βαρείς όγκους, πλάθοντας θύλακες χώρου στη θέση του κενού, έτσι ώστε ο επισκέπτης να μπορεί να απολαύσει την αντίθεση της τεράστιας μάζας του τσιμεντένιου όγκου προς τις οικείες αναλογίες της προσωπικής του εμπειρίας δίπλα τους ή στο εσωτερικό τους.
Η πρώτη φάση συνίσταται στη μετατροπή μόλις οκτώ από τις σαράντα δεξαμενές, στον πρώτο από τους δυο υπάρχοντες τσιμεντένιους όγκους. Η δεύτερη φάση, που έχει προγραμματισθεί για το 2019, θα συνεχίσει την μετατροπή του πρώτου όγκου, ώστε να προσφέρει περισσότερα δωμάτια και κοινόχρηστους χώρους. Μια δεύτερη επέκταση με μεταλλικό φέροντα οργανισμό θα κατασκευασθεί στο τέλος του δεύτερου όγκου. Ένας καταπράσινος αμπελώνας σχεδιάζεται να γεμίσει τον χώρο μεταξύ των όγκων. Τα γειτονικά υπάρχοντα κτήρια θα μετασκευασθούν, ώστε να προσφέρουν πρόσθετες εξυπηρετήσεις, όπως ταβέρνα, ένα boutique ‘μπακάλικο’ που θα πουλά τοπικά προϊόντα, και ένα δωμάτιο αφιερωμένο στην ιστορία, που θα συνδέει τους επισκέπτες με το παρελθόν του τόπου. Όλα αυτά μαζί θα ζωντανέψουν τη γωνία του οικοπέδου και θα την ανοίξουν σαν πλατεία στην γύρω περιοχή.